Sunday, October 2, 2011

Επιστροφή στον φόρο εισοδήματος



Του Μπαμπη Παπαδημητριου
Καθημερινή
Τα παλιά χρόνια, όταν μιλούσαμε για «φοροκλέπτες» είχαμε κατά νου όσους απέκρυπταν εισοδήματα από τον αναλογούντα φόρο. Κυρίως στην πλευρά των εύπορων νοικοκυριών. Η εξάπλωση της μισθωτής εργασίας αυτομάτως εξαίρεσε τους πολλούς από την «κατηγορία» της φοροδιαφυγής επί του εισοδήματος. Το πρόβλημα παρέμεινε για τους επαγγελματίες, τους εμπόρους και τους επιχειρηματίες.


Ο φόρος εισοδήματος, που θεωρείται μάλιστα το κατ’ εξοχήν εργαλείο αναδιανομής του πλούτου επί το δικαιότερον, έχασε σταδιακά τη σημασία του. Πέρυσι, για παράδειγμα, έγιναν 5 εκατομμύρια και κάτι ακόμη οικογενειακές δηλώσεις. Το εισόδημα που δηλώθηκε έφθασε τα 100 δισεκατομμύρια. Και ο φόρος εισοδήματος που αναλογεί ήταν 9 δισεκατομμύρια. Μόνον!

To 80% των δηλώσεων αφορά εισοδήματα μέχρι 22 χιλιάδες ευρώ. Το συνολικό εισόδημα αυτής της κατηγορίας είναι το 50% όλων των εισοδημάτων που υπόκεινται στον φόρο εισοδήματος. Ο φόρος που πληρώνουν τα λίγο πάνω από 4 εκατομμύρια νοικοκυριά αναλογεί στο 18% του φόρου εισοδήματος που πληρώνουν όλοι οι Ελληνες.

Είναι αυτή η φοροδοτική ικανότητα των νοικοκυριών; Μικρή σημασία έχει η απάντηση που δίνει ο καθένας μας. Οι πολιτικοί μας έκριναν πως αυτή είναι μια ορθή και δίκαιη κατανομή των βαρών του κράτους. Βεβαίως, διαφορετική εικόνα δείχνουν τα λογιστικά του κράτους. Ο φόρος εισοδήματος κάλυψε το 2009, έτος της μεγάλης ταμειακής κρίσης, μόλις το 28% των κρατικών δαπανών. Οι υπολογισμοί που είχαν γίνει πριν καταστρωθούν οι παρεμβάσεις του Μεσοπρόθεσμου έδειξαν ότι το ποσοστό αυτό έπεφτε στο 23,5%. Αλλά και με το νέο πρόγραμμα, μόλις που θα καλύψουν το 26% των εξόδων τους. Και μετά έρχονται οι φόροι αλληλεγγύης και οι έκτακτες εισφορές. Αλλά και άλλα «χαράτσια», πάνω στην ακίνητη και την κινητή περιουσία, μέσω των οποίων στο «σοσιαλιστικό» μυαλό των κυβερνώντων φορολογούνται εισοδήματα τα οποία διέφυγαν τα προηγούμενα χρόνια.

Η φορολογική πολιτική του κράτους κατευθύνεται, τα τελευταία 30 χρόνια, κυρίως με πολιτικά κριτήρια και λιγότερο με τεχνικά κριτήρια οικονομικού ορθολογισμού και σεβασμού στη δημοσιονομική σταθερότητα. Το αφορολόγητο, για παράδειγμα, χρησιμοποιείται για την προετοιμασία εκλογών, την κάλυψη προσωρινών πολιτικών λιτότητας και, γενικότερα, ως υποκατάστατο κοινωνικής πολιτικής.

Αντί το κράτος να φροντίσει ώστε να παρέχει δίκαια, επαρκή και ορθώς κατανεμημένα επιδόματα σε όσους τα έχουν πραγματικά ανάγκη, ορίζει ένα επίπεδο αφορολογήτου ή άλλα αφορολόγητα ποσά δαπανών και νομίζουν, οι πολιτικοί, ότι έχουν εξοφλήσει με τις υποχρεώσεις τους. Πώς αλλιώς θα πήγαινε το αφορολόγητο από το ισοδύναμο των 3.000 ευρώ του 1998 σε 7.000 το 2001, 10.000 το 2003, 11.000 το 2005 και 12.000 το 2007;

Είναι εξίσου χαρακτηριστικό ότι τα κλειστά επαγγέλματα έχουν το δικό τους καθεστώς φορολογίας, απολύτως προσαρμοσμένο στο κρατικο-συνδικαλιστικό καθεστώς φορολόγησης. Η «κατάργηση» κάποιων προνομίων ουδόλως έχει αγγίξει τα ανάλογα κριτήρια και, το κυριότερο, τις «παραδόσεις» που με ευλάβεια και αλληλοέλεγχο τηρούν τα μέλη ευνοημένων επαγγελματικών ομάδων. Οπως δεν υπάρχει ένας ασφαλιστικός κανόνας για όλους, έτσι και η φορολογία εισοδήματος επιτρέπει την ταξική και συντεχνιακή διάκριση μεταξύ όσων έχουν τον τρόπο τους να στρίβουν το χέρι της πολιτικής και όλων των άλλων, που απλώς υφίστανται τον ζυγό του μεροκαματιάρη της φορολογίας.

Μέχρι 5.000 ευρώ εισόδημα, ο φόρος που καταβάλλεται είναι, κατά μέσον όρο, 9 ευρώ. Λογικό! Στην επόμενη κατηγορία, η οποία τώρα εκτίθεται στον φόρο εισοδήματος (αφορά 1.485.455 δηλώσεις το 2010), δηλώνει εισόδημα ύψους 6,5 δισ., πληρώνει, κατά μέσον όρο, φόρο 62 ευρώ και συνολικά 91,6 εκατ. ή το 1% του συνολικού φόρου εισοδήματος. Αν στην κατηγορία αυτή «πιστωθεί» φόρος εισοδήματος 300 ευρώ, θα πληρώσει σχεδόν 450 εκατ. φόρο, ενώ ο μέσος φορολογικός συντελεστής θα γίνει 3%. Ας κρίνει ο καθένας αν αυτό είναι μεγάλο ή μικρό.

Οσο παραμένει μικρή η συμβολή του φόρου εισοδήματος στα κρατικά έξοδα τόσο οδηγούνται σε αύξηση οι καταναλωτικοί φόροι. Μέχρι το 1992, η διαφυγή φόρων ήταν περιορισμένη. Κυρίως επειδή η χώρα είχε κρατήσει το καθεστώς των φόρων εισαγωγής. Η εισαγωγή του ΦΠΑ, που έγινε το 1987, δεν συνοδεύθηκε με την αναδιοργάνωση των φοροελεγκτικών μηχανισμών. Η πληθωριστική γιγάντωση της κατανάλωσης έφερνε «εύκολα» έσοδα. Τα στελέχη του υπουργείου Οικονομικών συνήθισαν να προσαρμόζουν αυτούς τους φόρους προκειμένου να βελτιώσουν τα κρατικά έσοδα.

Με αποτέλεσμα, η σχέση μεταξύ άμεσων και έμμεσων φόρων να είναι από τις χειρότερες στην Ευρώπη. Η καλύτερη λύση, όπως μάλιστα έχουν σήμερα τα πράγματα, θα ήταν η είσπραξη του ΦΠΑ με το ίδιο καθεστώς των εισαγομένων εκτός ενιαίας ευρωπαϊκής αγοράς. Στα καύσιμα, για παράδειγμα, θα σταματούσε πάραυτα η διαφυγή εκατοντάδων εκατομμυρίων αρκεί να εισπραχθούν στα μόλις τέσσερα διυλιστήρια όλοι οι φόροι που έχει το φορτωμένο στο βυτίο καύσιμο. Το ίδιο πρέπει να γίνει και με την πληρωμή του ΦΠΑ επί των εισαγωγών ή τουλάχιστον ενός τμήματος, αν θέλουμε να σταματήσει το, από πρακτική άποψη, λαθρεμπόριο με τη Βουλγαρία και την Ιταλία σε εκατοντάδες είδη. Λύσεις υπάρχουν. Διάθεση να μειώσουν τη φοροδιαφυγή αντί να χαρατσώνουν τον κοσμάκη και την οικονομία δεν υπάρχει.

No comments:

Post a Comment