Από την μία υπάρχει «ροπή προς την αμυντική ακινησία, προς
διασφάλιση των κεκτημένων... Από την άλλη, βουβή συσσώρευση ενός άμορφου
αιτήματος μεταρρυθμίσεων».
________________________________________
Το ερώτημα «Γιατί αποτυγχάνουν οι μεταρρυθμίσεις;» τέθηκε
από τον κ. Νίκο Μουζέλη τον Ιούνιο του 2003. Το άρθρο γράφτηκε σε μια περίεργη
συγκυρία. Κατ’ αρχήν οι μεταρρυθμίσεις της προηγούμενης δεκαετίας απέδιδαν
καρπούς: η χώρα με την κολοβή, έστω, απελευθέρωση της
οικονομίας αναπτυσσόταν
με 4%, είχε κατορθώσει εθνικούς στόχους πρώτης γραμμής (ΟΝΕ, ένταξη της Κύπρου
στην Ε.Ε.), ετοιμαζόταν για τους Ολυμπιακούς και ξερίζωνε τα αγκάθια που είχαν
φυτρώσει στον κήπο της μεταπολίτευσης (εξάρθρωση τρομοκρατικών ομάδων). Παρ’
όλα αυτά, η εκσυγχρονιστική δυναμική της προηγούμενης δεκαετίας είχε ξεθυμάνει.
Μετά το στραπάτσο του ασφαλιστικού, άρχισαν να κυκλοφορούν θεωρίες περί
«κόπωσης του λαού» από την υπερπροσπάθεια για ένταξη στην ΟΝΕ. Αρχισε να
φαίνεται στους εθνικούς λογαριασμούς, όταν το 2003 επανεμφανίζεται πρωτογενές
έλλειμμα του προϋπολογισμού. Τότε ξεκινά ο κατήφορος της ελληνικής οικονομίας
που επιταχύνεται την, κατά Γιάννη Βούλγαρη, «μοιραία πενταετία» της
νεοδημοκρατικής διακυβέρνησης, μέχρι που φτάσαμε στη χρεοκοπία.
Στο ερώτημα «Γιατί αποτυγχάνουν οι μεταρρυθμίσεις;», που
έθεσε με το άρθρο του, ο κ. Μουζέλης απάντησε ότι φταίνε τα κόμματα, οι
μηχανισμοί και η λογική τους: «Η κομματική λογική θυσιάζει το καθολικό στο
επιμεριστικό/συντεχνιακό. Κάθε μεταρρύθμιση, αν όχι στα χαρτιά σίγουρα στην
πράξη, μπορεί να προχωρήσει μόνο στον βαθμό που δεν θίγει τα κομματικά
κεκτημένα. Οι μεταρρυθμιστικοί στόχοι από καθολικά προσδιοριζόμενους σκοπούς
(προώθηση του γενικού συμφέροντος) μετατρέπονται σε μέσα προώθησης των κομματικών
συμφερόντων. Εχουμε δηλαδή μια τυπική αντιστροφή: οι σκοποί γίνονται μέσα και
τα μέσα σκοποί». («Βήμα», 29.6.2003)
Κανείς εχέφρων άνθρωπος δεν μπορεί να αρνηθεί το τεράστιο
μερίδιο ευθυνών των κομματικών μηχανισμών. Πρόκειται για χιλιάδες άτομα, που πληρώνονται
από τους φορολογούμενους για να διευθετούν τα απόνερα της πολιτικής
διαδικασίας: ρουσφέτια, ενδοσυνδικαλιστικές μάχες κ.λπ. Αλλά αν είναι αυτή η
μόνη εξήγηση, τότε δεν μπορεί να απαντηθεί το ερώτημα «Γιατί (ενίοτε, έστω)
επιτυγχάνουν οι μεταρρυθμίσεις;». Είναι οι κομματικοί μηχανισμοί σε
αγρανάπαυση; Και πώς γίνεται σε μια εποχή που η επιρροή των κομμάτων και των
μηχανισμών φθίνει ραγδαία, το ΠΑΣΟΚ του 1996 να είναι μικρότερο εμπόδιο από το
ΠΑΣΟΚ του 2001;
Η συζήτηση για τη διαδικασία των μεταρρυθμίσεων που
ακολούθησε ήταν μακρά και συμμετείχαν πολλοί. Πιο σφαιρική απάντηση έδωσε ο
καθηγητής της Παντείου κ. Γιάννης Βούλγαρης, ο οποίος επισήμανε ότι «το
κομματοκρατικό σύστημα δεν είχε ούτε έχει περισσότερα παθογενή χαρακτηριστικά
από όσα το οικονομικοπολιτικό ή το πολιτισμικό επίπεδο. Στον δημόσιο, όμως,
λόγο η πολιτική και το κράτος αίρουν τας αμαρτίας της συνολικής καθυστέρησης...
Ενα μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα πρέπει να διευρύνει τον κύκλο των ενόχων, δηλαδή
να αναλύσει περισσότερο το πεδίο των εμποδίων και να κινητοποιήσει εξυγιαντικές
δυνάμεις σε όλα τα επίπεδα». («Τα Νέα», 9.8.2003)
Για τον Γιάννη Βούλγαρη, «ο δυναμικός καπιταλιστικός τομέας
και ο ευρύτερος κόσμος των επιχειρήσεων, για μια ακόμη φορά στην ιστορία του,
φάνηκε ότι δεν είχε την ισχύ είτε το ζωτικό ταξικό συμφέρον να λειτουργήσει σαν
προωθητικός κριός ευρύτερων εκσυγχρονιστικών μεταβολών. Στήριξε μεν τον
εκσυγχρονισμό αλλά, κατά το συνήθειό του, προσαρμόστηκε, συμβίωσε,
εκμεταλλεύτηκε τους αναχρονισμούς και την καθυστέρηση χωρίς να περιφρονήσει τις
“αρπαχτές”... Το γεγονός ενθάρρυνε την “αλληλεγγύη των αμυνόμενων” και
διαμόρφωσε μια προδιάθεση στην ακινησία: μην τα σκαλίζουμε τα πράγματα, γιατί
θα έρθει και η σειρά μας...».
Ετσι, από το 2003, ο κ. Βούλγαρης προειδοποιούσε ότι «σε νευραλγικά
οικονομικοκοινωνικά "υποσυστήματα" (βλέπε αγροτική οικονομία στον
θεσσαλικό κάμπο, το τουριστικό-περιβαλλοντικό, τα μεγάλα αστικά κέντρα, το
δημόσιο διοικητικό, τον εξαγωγικό τομέα, το εκπαιδευτικό ερευνητικό) έχουν
συσσωρευτεί εντάσεις, καθόσον οι υπάρχοντες μηχανισμοί ανάπτυξης έχουν γίνει
αναποτελεσματικοί στο νέο περιβάλλον και οι συσχετισμοί δύναμης των
εμπλεκομένων ομάδων έχουν μεταβληθεί. Η συνειδητοποίηση αυτή δημιουργεί
αντιφατικές προδιαθέσεις και συμπεριφορές. Από τη μια, ροπή προς την αμυντική
ακινησία, προς διασφάλιση των κεκτημένων όχι μόνο της προσωπικής διαδρομής,
αλλά και της οικογενειακής ανέλιξης δύο - τριών τουλάχιστον γενεών. Από την
άλλη, βουβή συσσώρευση ενός άμορφου αιτήματος μεταρρυθμίσεων... Το ερώτημα
λοιπόν είναι αν το βουβό αίτημα αλλαγών –στο μέτρο που υπάρχει– θα βρει θετική
έκφραση στο πολιτικό επίπεδο».
Το πρόβλημα στην Ελλάδα είναι ότι αυτό το «βουβό αίτημα των
μεταρρυθμίσεων» ποτέ δεν έγινε πολιτικό αίτημα. «Η ελληνική κοινωνία ακριβώς
επειδή είναι "ασθενής" κι ελάχιστα παραγωγική, έχει στοιχεία
συντήρησης και εσωστρέφειας. Και αυτή τη συντηρητική θέση εκμεταλλεύονται οι
σειρήνες της καθήλωσης», είχε διαπιστώσει παλιότερα ο καθηγητής Διεθνών Σχέσεων
κ. Χρήστος Ροζάκης («Καθημερινή», 14.11.2010). Οι μεταρρυθμίσεις που έγιναν δεν
υπήρξαν αίτημα μιας ρωμαλέας κοινωνίας των πολιτών, αλλά ήρθαν από τα πάνω.
Κυρίως από τους πολιτικούς. «Η κοινωνία των πολιτών με την έννοια ενός συνόλου
πολιτών που αντιμετωπίζουν συγκροτημένα κάποια ζητήματα είναι εξαιρετικά
χαλαρή», λέει, και συνεπώς «ο ρόλος της πολιτικής είναι πολύ πιο σοβαρός από
άλλες χώρες. Οι αποφάσεις των πολιτικών προσδιορίζουν σε πολύ μεγαλύτερο
ποσοστό από ό,τι στις πιο οργανωμένες και αυτόνομες κοινωνίες την κατεύθυνση
που θα πάρει η κοινωνία. Δηλαδή υπάρχει μια σχετική αυτονομία της πολιτικής».
Αυτό πιστοποιείται και από την εμπειρία της κατάρρευσης του
ελληνικού μοντέλου. Ηταν ένα μοντέλο που πάντα αγκομαχούσε να προλάβει τις
εξελίξεις της ανεπτυγμένης Δύσης, αλλά την τελευταία στιγμή με πολιτικές
αποφάσεις και παρά τη σφοδρή αντίδραση από κάτω ανέβαινε στο τελευταίο βαγόνι
της Ευρώπης. Ετσι έγινε με την ένταξη στην Ε.Ε. (μπήκαμε, παρά το γεγονός ότι
το 60% του λαού ψήφισε, μετά, κόμματα που ήταν κατά της Ε.Ε., ένα χρόνο μετά
τους υπόλοιπους). Οι μεταρρυθμίσεις που κρατούσαν βιώσιμο το ελληνικό μοντέλο
γίνονταν πάντα, από πάνω παρά την αντίδραση της κοινωνίας. Μόνο την τελευταία
φορά, κατά τη διάρκεια της κατά Βούλγαρη «πολιτικής της αδράνειας 2004–2009»
δεν έγιναν οι ελάχιστες έστω μεταρρυθμίσεις που θα κρατούσαν το μοντέλο χωλό
αλλά βιώσιμο.
Η ιδεολογία της αντιμεταρρύθμισης
Το βασικό πρόβλημα στην Ελλάδα είναι η κυρίαρχη ιδεολογία
της αντιμεταρρύθμισης. Κάθε μεταρρύθμιση είναι συκοφαντημένη από γεννησιμιού
της. Και από τους κυβερνώντες, αλλά και από τους αντιπολιτευόμενους επί παντός
αριστερούς. Οι πρώτοι προβάλλουν τις μεταρρυθμίσεις όχι ως ανάγκη που έχει η
χώρα, αλλά ως «αναγκαίο κακό» που μας έρχεται από το εξωτερικό, είτε από την
Ευρωπαϊκή Ενωση είτε από τη χειρότερη τρόικα. Οι δεύτεροι συκοφαντούν κάθε
μεταρρύθμιση ως «επέλαση του νεοφιλελευθερισμού».
Αρωγός στη λαϊκιστική επίθεση ενάντια σε κάθε μεταρρύθμιση
είναι και τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης. Προσεγγίζουν όλα τα θέματα με έναν ρηχό
συναισθηματισμό, απεραντολογούν επί της πολιτικής διαδικασίας, αναπαράγουν το
κυρίαρχο κρατικιστικό δόγμα με κάθε ευκαιρία. Είναι χαρακτηριστική η στάση
μεγάλων καναλιών στην εξαγγελία περί αποκρατικοποιήσεων 50 δισ. τον περασμένο
Φεβρουάριο, όπως είναι χαρακτηριστικό επίσης ότι στην 3,5 ωρών συνέντευξη του
πρωθυπουργού, την περασμένη Κυριακή στη ΔΕΘ, τέθηκε μόνο μία ερώτηση για τη
μείωση των κρατικών δαπανών. Τα κατά κανόνα ρηχά ΜΜΕ έχουν γίνει ο καλύτερος
αγωγός της αντιμεταρρυθμιστικής ιδεολογίας στην Ελλάδα.
Οσο κι αν φανεί περίεργο, εμφανής είναι και η απουσία της
Αριστεράς από το μπλοκ των μεταρρυθμιστικών δυνάμεων. Η Αριστερά, παρά τα
εγκλήματα και τα λάθη της, υπήρξε η μόνη οργανωμένη μεταρρυθμιστική δύναμη στην
Ελλάδα. Τα λεγόμενα αστικά κόμματα ήταν απλώς συνασπισμός πολιτικών βαρωνιών
χωρίς συγκροτημένη ιδεολογία. Εκαναν εκσυγχρονισμούς αν και όποτε κάποιος
ισχυρός πολιτικός παράγων μπορούσε και ήθελε (π.χ. Κωνσταντίνος Καραμανλής). Ο
αστικός χώρος δεν ανέπτυξε ποτέ ιδεολογία αλλαγών ή μεταρρυθμίσεων, ούτε
κόμματα με συγκροτημένη φυσιογνωμία. Αντιθέτως η Αριστερά, ακόμη και για λόγους
τακτικής, υπήρξε προωθητική δύναμη εκσυγχρονισμού. Μέχρι τη Μεταπολίτευση, για
παράδειγμα, η Αριστερά ήταν ο πιο συγκροτημένος και συνεπής χώρος προώθησης του
αστικού εκδημοκρατισμού της χώρας.
Μετά τη δεκαετία του ’80 η Αριστερά, πιθανότατα λόγω της
κατάρρευσης των σοσιαλιστικών καθεστώτων, άρχισε να βλέπει κάθε εκσυγχρονισμό
ως συνέχεια της καπιταλιστικής ολοκλήρωσης. Εγινε συντηρητική, μέχρι και
αντιδραστική δύναμη. Οπως γράφει ο Γιάννης Βούλγαρης, οπισθοχωρεί σε «έναν
εθνικολαϊκιστικό συντηρητισμό ή προβάλλει το “διαδηλωτικό πάθος”, όπως λέει
κάπου ο Μαρξ, δηλαδή έναν ξεκρέμαστο ριζοσπαστισμό χωρίς την προοπτική της
κοινωνικής αλλαγής».Υπερασπίζεται ακόμη και θεσμούς που καταφανώς έχουν
αποτύχει (π.χ. άσυλο ΑΕΙ) και έχοντας ιδεολογική υπεροχή έναντι των αντιπάλων
της, κατορθώνει να μπολιάζει με το μήνυμά της ολόκληρη την ελληνική κοινωνία.
Το χειρότερο όμως είναι ότι αυτή η «Αριστερά» «έχει μετατραπεί σε εξάρτημα του
λόγου της, σε εκφωνητή των κλισέ που ιστορικά αυτή παρήγαγε, αλλά που σήμερα
διαχειρίζονται άλλοι... η κοινωνία “κρύβεται” πίσω από τα παραδοσιακά αριστερά
κλισέ, δανείζεται ιστορικά ψιμύθια για να εξορθολογίσει και να νομιμοποιήσει
επιλογές στασιμότητας».
Το θέμα είναι ότι η κατάρρευση της αριστερής ιδεολογίας σε
αναχρονιστικά κλισέ αφήνει ένα τεράστιο ιδεολογικό κενό για την προώθηση των
μεταρρυθμίσεων στην Ελλάδα. Το ΠΑΣΟΚ βρίσκεται διαρκώς σε θολούρα (όπου οι
προηγούμενοι εκσυγχρονιστές έγιναν οι χειρότεροι αναχρονιστές) και η Ν.Δ. όχι
μόνο αδυνατεί να το καλύψει, αλλά τώρα οπισθοχωρεί σε ό,τι χειρότερο είχε η
συντηρητική παράταξη της χώρας.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 16.9.2011
No comments:
Post a Comment