Monday, May 7, 2012

Το τέλος της μεταπολίτευσης οδηγεί σε κρίση τη χώρα !


Από τον ιστότοπο www.e-gragoumanos.eu
στις εκλογές αυτές νίκησε τελικά το ίδιο και γνωστό μίγμα αριστερισμού και λαϊκισμού…

Αν η λεγόμενη «εποχή της μεταπολίτευσης» (αν βέβαια μπορεί να ονομάζεται ακόμα έτσι μια περίοδος που ξεκίνησε το 1974) είναι μια περίοδος που χαρακτηριστικό της ήταν η ύπαρξη δυνατών μονοκομματικών κυβερνήσεων, τότε σίγουρα οι εκλογές της 6ης Μαΐου αποτελούν μια σοβαρή ρήξη με το παρελθόν.

Τα δύο μεγάλα κόμματα επάνω στα οποία οικοδομήθηκε η ελληνική πολιτική ζωή από το 1974 και έπειτα βγαίνουν βαθειά κλονισμένα.

Η ήττα του ΠΑΣΟΚ ήταν αναμενόμενη και οι απώλειες του βαρύτατες. Είναι ακόμα πιο βαριές, αν επισημανθεί ότι απώλεσε την κυριαρχία του σε παραδοσιακά πολιτικά οχυρά του (Αχαΐα, Β΄ Αθηνών, Κρήτη). Η διαρροή ψήφων έγινε μαζικά τόσο προς το ΣΥΡΙΖΑ όσο και προς τη ΔΗΜ.ΑΡ. Ο Βαγγέλης Βενιζέλος δεν μπόρεσε με τον προσωπικό μαραθώνιο του να ανατρέψει, όπως πολλοί στο κόμμα ήλπιζαν, τις τάσεις που είχαν ήδη διαμορφωθεί. Η άποψη ότι οι απώλειες αποτελούν την τιμωρία του ΠΑΣΟΚ για τα μέτρα που ελήφθησαν από το 2010 και μετά είναι μάλλον αρκετά απλοϊκή.

Το ΠΑΣΟΚ θερίζει τώρα τις συνέπειες πολιτικών του από την εποχή του Ανδρέα Παπανδρέου και πολλοί ψηφοφόροι αντιλαμβάνονται ότι οι ρίζες των σημερινών προβλημάτων άγονται στη περίοδο της διακυβερνήσεως του ΠΑΣΟΚ. Πληρώνεται επίσης ο χαρακτήρας «καταστατικού κόμματος εξουσίας» που είχε αποκτήσει και καλλιεργήσει το ΠΑΣΟΚ και που τώρα προκαλεί αποστροφή στη κοινή γνώμη. Αυτό θα έχει συνέπειες και στη σύνθεση της κοινοβουλευτικής ομάδας του ΠΑΣΟΚ, ιδίως σε περιφέρειες που κάποτε ήταν προπύργια του και τώρα εισπράττει τις μεγαλύτερες απώλειες (π.χ. στη Β΄ Αθηνών από 20 βουλευτές εκλέγει κατά πάσα πιθανότητα μόνο 4). Αν, για να θυμηθούμε ένα παλιό ανέκδοτο, «το ΠΑΣΟΚ είναι και κόμμα και επάγγελμα», τότε πολλά από τα στελέχη του μπαίνουν, εκόντες άκοντες, στη σύνταξη.

Επίσης, και αυτό θα είναι ίσως λίγο δύσκολο να ανατραπεί, έχει εμπεδωθεί στη κοινή γνώμη η άποψη ότι το Μνημόνιο δεν ήταν μονόδρομος και ότι υπάρχουν ιστορικές ευθύνες των περί των Γ. Παπανδρέου στελεχών, καθώς και ότι η διαπραγμάτευση του Μνημονίου/ων δεν ήταν αυτή που έπρεπε – γεγονός για το οποίο φέρει ευθύνη και ο κ. Βενιζέλος. Στο τελευταίο χρεώνεται και η εικόνα ακυβερνησίας που δικοί του βουλευτές προκάλεσαν από την άνοιξη του 2011 με τη συνεχή κριτική στην Κυβέρνηση Παπανδρέου, στην πιο κρίσιμη μάλιστα στιγμή. Πολλοί στο ΠΑΣΟΚ θεωρούν ότι ο κ. Βενιζέλος, αν και υπεύθυνος Υπουργός Οικονομικών, με σειρά ενεργειών του (καθυστέρηση υλοποίησης των μέτρων του Μεσοπρόθεσμου το καλοκαίρι του 2011, κρίση με την Τρόικα το Σεπτέμβριο του 2011, ενθάρρυνση των πρωτοβουλιών Παπανδρέου για το δημοψήφισμα) και μέσω βουλευτών του (ας μην ξεχνούμε ότι η στενά συνδεόμενη με αυτόν κα Αποστολάκη προκάλεσε την πτώση της Κυβέρνησης Παπανδρέου – χωρίς τελικά καμία συνέπεια, αφού επανεντάχθηκε ως υποψήφια στο κόμμα) έχει ευθύνη για την τραγική φθορά που είχε το ΠΑΣΟΚ τους τελευταίους μήνες.

Περαιτέρω, υποτιμήθηκε ο συμβολισμός που ο ίδιος ο κ. Βενιζέλος απέκτησε για το εκλογικό σώμα, ως ο υπουργός που θέσπισε το «χαράτσι» και τόσα άλλα αντιπαθητικά μέσα. Επιπλέον, η ακαδημαϊκή ρητορική του εξάντλησε και κούρασε το εκλογικό σώμα. Ιδίως όταν δεν έχει το «χάρισμα» του ηγέτη, είτε με κληρονομικό δικαίωμα (όπως ο κ. Παπανδρέου), είτε ως συνιδρυτής του ΠΑΣΟΚ (όπως το είχε ο κ. Σημίτης, ή ο μακαρίτης Γεννηματάς). Δεν μπόρεσε να συσπειρώσει τις παραδοσιακές πελατείες του ΠΑΣΟΚ, να «μαζέψει» τους συνδικαλιστές, ή ακόμα και τα ίδια τα «δημιουργήματά» του. Μοιραίο λάθος στάθηκε και η αναφορά του κ. Βενιζέλου περί αναγκαίας πολιτικής νομιμοποίησης 51%, που νομιμοποίησε τελικά την εκλογική ρητορική του κ. Τσίπρα.

Στην Ιπποκράτους ελπίζουν βέβαια ότι πρόκειται για προσωρινή επανάσταση των παραδοσιακών πελατειών και ότι με τον καιρό θα μπορέσουν να ανασυγκροτήσουν την παλιά «δημοκρατική παράταξη». Το ερώτημα είναι βέβαια, αν υπάρχει πια αυτή «δημοκρατική παράταξη» ως προσδιοριστική κατηγορία ένα σχεδόν αιώνα μετά το Διχασμό και σαράντα επτά χρόνια μετά την «αποστασία».

Αν και ο Aντ. Σαμαράς κάνει πώς δεν καταλαβαίνει, τα αποτελέσματα καθιστούν τη Νέα Δημοκρατία, αν και πρώτο κόμμα, ίσως μεγαλύτερο ηττημένο από το ΠΑΣΟΚ. Η ΝΔ είδε να κατρακυλά σε ιστορικά χαμηλά για το συντηρητικό χώρο. Με τους «Ελεύθερους Έλληνες» του κ. Καμμένου, το ΛΑΟΣ, την Χρυσή Αυγή και τα δύο φιλελεύθερα κόμματα (Δημοκρατική Συμμαχία, Δράση) ο λεγόμενος δεξιός-φιλελεύθερος χώρος εμφανίζεται για πρώτη φορά ίσως από την εποχή του μεσοπολέμου ή τις αρχές της δεκαετίας του 1950 τόσο πολυδιασπασμένος.

Το αποτέλεσμα οφείλεται σε πολλά και διαδοχικά λάθη του κ. Σαμαρά. Αυτά ξεκινούν το 2010 με την άρνηση ψήφισης του Μνημονίου – που έδωσε την αφορμή στην κα Μπακογιάννη να αποχωρήσει, αλλά και που παγίδευσε το κόμμα σε μια ρητορική που νομιμοποίησε τελικά και τον αντιμνημονιακό λόγο της αριστεράς. Στη συνέχεια, όταν υπό την διεθνή πίεση και την απειλή κατάρρευσης της χώρας οδηγήθηκε σε συνεννόηση με το ΠΑΣΟΚ έπεσε σε διαδοχικά και μοιραία λάθη. Αρνήθηκε την προγραμματική συμφωνία, αλλά δέχθηκε να συμμετάσχει σε μια κυβέρνηση ειδικού σκοπού. Με αφέλεια πίστεψε ότι η κυβέρνηση Παπαδήμου επειδή θα διατηρούσε την σύνθεση επί της ουσίας της κυβέρνησης Παπανδρέου θα έφθειρε το ΠΑΣΟΚ, χωρίς η ΝΔ να έχει αρνητικές συνέπειες. Δεν άκουσε έτσι συμβουλές που ζητούσαν κυβέρνηση μακράς πνοής είτε με ισότιμη συμμετοχή της ΝΔ είτε με αμιγώς τεχνοκρατική σύνθεση. Δημιούργησε την εικόνα, ακόμα και στους οπαδούς του, ότι επιδιώκει με κάθε θυσία τη πρωθυπουργία για τον εαυτό του και βιάζεται για εκλογές – φυσικό άλλωστε για κάποιον που έμεινε στη πολιτική έρημο για τόσα χρόνια. Διεκδικούσε την αυτοδυναμία και απέκλειε την συνεργασία καθ’ όλη την προεκλογική περίοδο, ανησυχώντας τους συντηρητικούς του ψηφοφόρους.

Στο εσωτερικό του κόμματος λειτούργησε με παρέες από την Πολιτική Άνοιξη και με συνεργάτες που κάθε άλλο καλή εικόνα δεν έδιναν προς τα έξω λόγω της γνωστής αδιαλλαξίας τους (Φ. Κρανιδιώτης, Χ. Λαζαρίδης). Δεν είναι παράξενο που η προεκλογική εκστρατεία της ΝΔ ήταν «χαλαρή» έως άοσμη. Αν η κατάσταση δεν ήταν τόσο κρίσιμη όλοι στη ΝΔ θα ζητούσαν το κεφάλι του κ. Σαμαρά. Ποιος άραγε αρχηγός της ΝΔ θα μπορούσε υπό φυσιολογικές συνθήκες να επιβιώσει ένα αποτέλεσμα όπου η ΝΔ θα έπαιρνε κάτω από 50% στη Καστοριά, που θα έχανε τις μισές ψήφους της στη Λακωνία, ή που δεν θα είχε τη πρωτιά στην Α΄ Θεσσαλονίκης; Με το μόνους των 50 εδρών του Νόμου Παυλόπουλου, ο κ. Σαμαράς θα προσπαθήσει να διεκδικήσει την Πρωθυπουργία. Τι παραχωρήσεις θα χρειαστεί να κάνει για να το πετύχει είναι το μεγάλο ερωτηματικό. Η κατάκτηση της πρωθυπουργίας είναι άλλωστε πια ο μόνος τρόπος να παραμείνει στην ηγεσία του κόμματος του.

Ευτυχώς για το τόπο, τα δύο κόμματα θα συγκεντρώσουν όπως φαίνεται (την ώρα που γράφεται η ανάλυση) τις αναγκαίες έδρες για να σχηματίσουν κυβέρνηση. Το τοπίο όμως που δημιουργείται στη Βουλή θα θυμίζει καταστάσεις των μεταπολεμικών βουλών. Ο κ. Βενιζέλος, αν μη τι άλλο, είναι καλός στα κοινοβουλευτικά τερτίπια και είναι βέβαιο ότι θα βρεθεί στο στοιχείο του. Άλλωστε και αυτός χρειάζεται και τόπο και χρόνο για να αναλάβει την πρωτοβουλία των κινήσεων. Ήδη, η πρόταση του για Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας οδηγεί προς αυτή την κατεύθυνση. Οι πιέσεις προς τον κ. Κουβέλη και τη ΔΗΜ.ΑΡ. να συμμετάσχουν στη Κυβέρνηση θα είναι ασφυκτικές. Οι πιέσεις θα επεκταθούν και προς το ΣΥΡΙΖΑ με σκοπό να εκθέσουν τη δημαγωγία του ή να τον διασπάσουν – άλλωστε είναι ένας συνασπισμός κομμάτων και κομματιδίων με αντίθετο πολλές φορές μεταξύ τους λόγο. Το όπλο για την πίεση από είναι έτοιμο: η δόση των 35 δισ. ευρώ του Ιουνίου. Η μη καταβολή της από τους εταίρους μας εντείνει το πρόβλημα της ρευστότητας του Δημοσίου (και άρα της καταβολής των μισθών και των συντάξεων) και διακινδυνεύει την ασφάλεια του τραπεζικού συστήματος.

Από την πλευρά της ΝΔ δεν πρέπει να αποκλείεται η δια της κυβερνητικής συνεργασίας προσπάθεια επανεντάξεως στη παράταξη στοιχείων όπως η Δράση ή, στελεχών της Δημοκρατικής Συμμαχίας και του ΛΑΟΣ. Δεν πρέπει επίσης να αποκλεισθεί η προσπάθεια διασπάσεως της κοινοβουλευτικής ομάδας των Ανεξάρτητων Ελλήνων, οι οποίοι αυτή τη στιγμή εμφανίζονται ως το πιο ετερογενές σχήμα. Η συμμετοχή όμως της ΔΗΜ.ΑΡ. σε μια κυβέρνηση συνεργασίας θα επιβάλει ίσως μια νέα κυβέρνηση τεχνοκρατών υπό τεχνοκράτη ή πολιτικό πρόσωπο (π.χ. Σταύρο Δήμα) ή πολιτικών προσώπων, χωρίς όμως πρωθυπουργό τον κ. Σαμαρά.

Για να επανέλθουμε στην αρχή του παρόντος σημειώματος. Δηλαδή στο εάν οι εκλογές αυτές αποτέλεσαν το τέλος της «μεταπολίτευσης». Η απάντηση εδώ τελικά θα πρέπει να είναι όχι. Και ο λόγος είναι ότι και στις εκλογές αυτές νίκησε τελικά το ίδιο και γνωστό μίγμα αριστερισμού και λαϊκισμού. Όσο ο τόπος και ο λαός δεν ξεπεράσουν την ευκολία της αριστερής ρητορικής και δεν αντιμετωπίσουν τα πραγματικά προβλήματα, η «εποχή της μεταπολίτευσης» θα είναι πάντα εδώ….

No comments:

Post a Comment