Saturday, January 7, 2012

Ιστορίες για χρεοκοπίες.


Του Δημήτρη Α. Ιωάννου-ΣΠ Α΄
Ένα μακροσκελέστατο άρθρο για την πραγματικότητα της Ελλάδας.  Το συστήνω ανεπιφύλακτα ανεξαρτήτως του εάν συμφωνείτε ή διαφωνείται με τις απόψεις που εκφράζει.

στην χώρα μας τα διαχρονικά συλλογικά συμπλέγματα οδηγούν σε έναν αυτοκαταστροφικό αυτισμό…
όποιος έκρουε τον κώδωνα του κινδύνου αντιμετωπιζόταν ως αφελής, γραφικός ή ύποπτος,…
… κανείς, μα κανείς, δεν πιστεύει ότι θα ήταν ποτέ δυνατόν να αποπληρωθεί στο σύνολό του, πολλώ μάλλον που πρόκειται για ένα χρέος σε «ξένο» νόμισμα…
… στην διάρκεια της παρανοϊκής δεκαετίας διαμορφώθηκε στην χώρα μία οικονομική δομή που δεν ήταν μακροπρόθεσμα βιώσιμη…
το δημόσιο χρέος το 2003 ήταν 168 δισεκατομμύρια ευρώ (97% του ΑΕΠ). Το 2010 είχε φθάσει τα 326 δισεκατομμύρια (143% του ΑΕΠ),…
… Μία υπεύθυνη πολιτική ηγεσία θα έπρεπε έγκαιρα και από μόνη της να θέσει την εικόνα της πραγματικότητας υπ’ όψιν του ελληνικού λαού…
…η πάνδημη αντίθεση στο Μνημόνιο, (και ειδικότερα στις ρυθμίσεις του για το συνταξιοδοτικό), υποβάλλει θλιβερές σκέψεις, όχι μόνο για την οπισθοδρομικότητα της ελληνικής κοινωνίας αλλά και για την πλήρη έλλειψη αισθημάτων μέριμνας και αλληλεγγύης…
κορυφογραμμή της μικρόνοιας και της παράνοιας,…,όσα συμβαίνουν είναι απλά μία σκηνοθεσία των Γερμανών και των συμμάχων τους (των γερμανοσιωνιστών!) για να υφαρπάξουν με πενταροδεκάρες το υπερπολύτιμο παραγωγικό δυναμικό της χώρας (τον ΟΣΕ!)…
(Με ερωτήματα και απαντήσεις).

Η Ελλάδα προχωράει πλησίστια προς την χρεοκοπία, την οικονομική κατάρρευση και την κοινωνική καταστροφή, χωρίς ο κυρίαρχος λόγος να έχει συνειδητοποιήσει, έστω και κατ’ ελάχιστο, τις πραγματικές αιτίες και τις διαστάσεις της εξελισσόμενης τραγωδίας. Τα ουσιαστικά ερωτήματα δεν τίθενται ποτέ στον δημόσιο διάλογο μεταξύ των πλειοψηφικών απόψεων με αποτέλεσμα να μην δίνονται ποτέ και οι κατάλληλες απαντήσεις, αφήνοντας το έδαφος ελεύθερο στους παραλογισμούς και στις δεισιδαιμονίες. Την ίδια στιγμή που στον υπόλοιπο κόσμο η κρίση, υποκινώντας ριζοσπαστικούς και καινοτόμους προβληματισμούς, τροφοδοτεί μία σοβαρή συζήτηση που αμφισβητεί και ανατρέπει στερεότυπα σκέψης τα οποία κυριάρχησαν επί δεκαετίες, στην χώρα μας τα διαχρονικά συλλογικά συμπλέγματα οδηγούν σε έναν αυτοκαταστροφικό αυτισμό που αποτρέπει -ακόμη και σήμερα- την καταύγαση και την συνειδητοποίηση των ποικίλων όψεων της χρεοκοπίας.

Υπάρχει κάτι που κάνει την Ελλάδα να είναι πιο ευάλωτη στην οικονομική κρίση, σε σχέση με τις υπόλοιπες χώρες της Ευρωζώνης και του δυτικού κόσμου;

Το γεγονός και μόνο ότι η Ελλάδα για 10 ολόκληρα χρόνια, από το 1999 έως το 2009, έζησε με τον τρόπο που έζησε χωρίς να εγείρονται μείζονες αντιρρήσεις ενώ όποιος έκρουε τον κώδωνα του κινδύνου αντιμετωπιζόταν ως αφελής, γραφικός ή ύποπτος, είναι βασικό σύμπτωμα μίας ιδεολογικής και πνευματικής πτώχευσης η οποία προηγήθηκε κατά πολύ της οικονομικής. Παρόμοια συλλογική ιδεολογική αναπηρία, εκ πρώτης όψεως τουλάχιστον, δεν παρατηρείται σε άλλες χώρες.

Στην διάρκεια της συγκεκριμένης δεκαετίας ο μέσος όρος της τελικής κατανάλωσης των νοικοκυριών της ευρωζώνης (αν αφαιρέσει κανείς την Ελλάδα), ως ποσοστό του ΑΕΠ,   ήταν περίπου 56%. Στην χώρα μας το ίδιο ποσοστό πλησίαζε στο 75%. Δηλαδή οι Έλληνες κατηύθυναν προς τον τομέα της κατανάλωσης ένα μέρος του εισοδήματος τους 20% υψηλότερο από εκείνο που θα πρέπει, κατά τεκμήριο, να θεωρείται, ως ποσοστό που διασφαλίζει την ισορροπία και την σταθερή αναπαραγωγή των όρων της οικονομίας. Βεβαίως το υψηλό ποσοστό κατανάλωσης  δεν θα ήταν αυτόχρημα καταστροφικό εάν τα μεγέθη των άλλων κατηγοριών δαπάνης του ΑΕΠ την αντιστάθμιζαν. Πλην όμως κάτι τέτοιο δεν συνέβαινε εφ’ όσον και η κατανάλωση του δημοσίου και οι επενδύσεις βρίσκονταν σχεδόν στον μέσο όρο της ευρωζώνης. Έτσι η συνολική δαπάνη (absorption) της ελληνικής οικονομίας ήταν πολύ υψηλότερη από το εγχωρίως παραγόμενο προϊόν, με αποτέλεσμα την δημιουργία του μεγαλύτερου εμπορικού ελλείμματος της ευρωζώνης. Για να πετύχουν το κατόρθωμα αυτό οι Έλληνες δανειζόντουσαν -κυρίως μέσω του δημοσίου- με τέτοιους ρυθμούς ώστε σήμερα έχουν (ως ποσοστό του ΑΕΠ) το μεγαλύτερο εξωτερικό δημόσιο χρέος που είχε ποτέ κάποιο κράτος σε όλη την παγκόσμια ιστορία. Eπί παραδείγματι, το κολοσσιαίο δημόσιο χρέος με το οποίο εξήλθαν από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο οι ΗΠΑ και η Μεγάλη Βρετανία βρισκόταν σχεδόν αποκλειστικά στα χέρια των πολιτών τους, ενώ ήταν και αποτιμημένο στο νόμισμά τους -γι’ αυτό και δεν κινδύνεψαν με χρεοκοπία[1]. Κάτι αντίστοιχο συμβαίνει σήμερα με το χρέος της Ιαπωνίας (και σε μεγάλο βαθμό και της Ιταλίας όσον αφορά την εθνική προέλευση των πιστωτών της). Οι πολεμικές επανορθώσεις οι οποίες επεβλήθησαν στην Γερμανία μετά την ήττα της στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, οι οποίες θεωρήθηκαν ως κολοσσιαίες και δημιούργησαν όλες τις αναταραχές της περιόδου 1919-1933 και οι οποίες, τελικά, δεν πληρώθηκαν ποτέ διότι κάτι παρόμοιο ήταν πρακτικά αδύνατο, (ενώ σε πολύ μεγάλο βαθμό συνετέλεσαν και στην έκρηξη του επόμενου πολέμου), αντιστοιχούσαν σε εξωτερικό δημόσιο χρέος ύψους «μόνο» 85% του ΑΕΠ. Σήμερα το ελληνικό δημόσιο εξωτερικό χρέος πρέπει να ξεπερνάει το 120% του ΑΕΠ.  Είναι δηλαδή τόσο μεγάλο ώστε στην πραγματικότητα σχεδόν δεν υπάρχει! Και αυτό διότι κανείς, μα κανείς, δεν πιστεύει ότι θα ήταν ποτέ δυνατόν να αποπληρωθεί στο σύνολό του, πολλώ μάλλον που πρόκειται για ένα χρέος σε «ξένο» νόμισμα, πράγμα που αποκλείει την δυνατότητα της νομισματοποίησής του από την κεντρική τράπεζα της Ελλάδας. Κάτι που σημαίνει επίσης ότι κανείς μα κανείς δεν θα δανείσει λεφτά στην Ελλάδα, υπό κανονικές συνθήκες, στις επόμενες δεκαετίες[2].

Αυτή η συγκεκριμένη πλευρά της πραγματικότητας στην χώρα μας περνάει απαρατήρητη, χαμένη μέσα στις ιδεοκοπίες περί «αποτυχίας της παγκοσμιοποίησης» και «γενικευμένης συστημικής κρίσης», της οποίας η Ελλάδα υποτίθεται ότι είναι απλά το αθώο θύμα. Η αλήθεια βεβαίως είναι ότι ακόμη και εάν η διεθνής οικονομία δεν είχε γνωρίσει καμμία κρίση και συνέχιζε να αναπτύσσεται αρμονικά, η Ελλάδα και πάλι θα βρισκόταν -μόνη της στην περίπτωση αυτή- σε βαθιά περιδίνηση γιατί το συνολικό δημόσιο χρέος της θα είχε περάσει κάθε όριο ανοχής, «αφυπνίζοντας» αναγκαστικά και τις διεθνείς αγορές, όσο μακάριες και αν παρέμεναν αυτές έναντι των προβλημάτων που μπορεί να δημιουργήσει ο υπερδανεισμός. Δοθέντος δε ότι η Ελλάδα δεν είναι Ιαπωνία για να δανεισθεί, και μάλιστα απεριόριστα, από τον ίδιο της τον εαυτό, το βέβαιο είναι ότι θα βρισκόταν και πάλι στο χείλος της καταστροφής. Αυτό κάλλιστα μπορεί να γίνει αντιληπτό και από το γεγονός ότι οι χώρες των οποίων τα προβλήματα πραγματικά οφείλονται στην «συστημική κρίση», δηλαδή η Ιρλανδία και η Ισλανδία, αντιδρούν ήδη σε αυτήν πολύ καλύτερα απ’ ότι η Ελλάδα,   Οι ισχυρισμοί ότι δεν είμαστε εμείς οι ίδιοι υπεύθυνοι για τα προβλήματά μας αλλά το «διεθνές σύστημα» ισοδυναμούν με την άποψη ότι ο γάιδαρος μπορεί να καταργήσει τον νόμο της βαρύτητας και να πετάξει στον ουρανό, κουνώντας μόνο τα αυτιά του.

Πως είναι δυνατόν να εξανεμίσθηκαν έτσι τα οφέλη της ανάπτυξης της περιόδου 1999-2009;

Το κύριο σημείο που δεν γίνεται αντιληπτό είναι ότι στην διάρκεια της παρανοϊκής δεκαετίας διαμορφώθηκε στην χώρα μία οικονομική δομή που δεν ήταν μακροπρόθεσμα βιώσιμη. Για τον λόγο αυτό η παροδική μεγέθυνση κάποιων οικονομικών δεικτών που παρατηρήθηκε δεν είναι σωστό να χαρακτηρίζεται ως «ανάπτυξη».  Ας πάρουμε ένα παράδειγμα από την πραγματική ζωή. Επειδή κάθε εποχή έχει ως πρωταγωνιστή έναν συγκεκριμένο κοινωνικο-οικονομικό τύπο, ανάλογο με τον χαρακτήρα της, ας θεωρήσουμε ως τέτοιον έναν προμηθευτή του δημοσίου. (Εάν μας απασχολούσε η περίοδος της Κατοχής το κοινωνιολογικό αντίστοιχο προφανώς θα ήταν ο μαυραγορίτης). Ο φίλος μας, λοιπόν, χρησιμοποιούσε με τον πιο παραδοσιακό ελληνικό τρόπο τα εισοδήματά του, δηλαδή το τμήμα του υπερδανεισμού του ελληνικού δημοσίου που είχε καταφέρει να καρπωθεί μέσα από τα συναλλακτικά ήθη και τις διαδικασίες που όλοι γνωρίζουμε. Ακολουθώντας τα γνωστά και πατροπαράδοτα, αντί να κυτάζει να κάνει κάτι δημιουργικό και ωφέλιμο, επιδιδόταν στην conspicuous consumption και στην απόκτηση όσο γίνεται περισσότερων positional goods, μιάς και αυτό επιβάλλει ο κώδικας των αξιών στην παραδοσιακή ελληνική κοινωνία. Σε αυτό το πνεύμα λοιπόν αγόραζε, σε τακτά διαστήματα, μία καινούργια Mercedes για να αντικαταστήσει την παλιά. Επειδή όμως οι προμηθευτές και οι εργολήπτες του Δημοσίου ήταν παρά πολλοί και οι δουλειές πήγαιναν πάρα πολύ καλά, αλλά και επειδή, παράλληλα, υπήρχε μεγάλος ανταγωνισμός με την BMW, ο αντιπρόσωπος της Mercedes αποφάσιζε και αυτός με την σειρά του, σε τακτικά διαστήματα, να οικοδομεί και μία καινούργια έκθεση για το εμπόρευμά του σε διάφορα μέρη της χώρας. (Έκθεση που κάποιοι την θεωρούσαν κακόγουστη και κάποιοι άλλοι εντυπωσιακή,  αντίστοιχη της οποίας, πάντως, στην Γερμανία δεν θα βρει κανείς όσο και αν ψάξει). Οι εν λόγω κατασκευές δημιουργούσαν σημαντικά εισοδήματα και εισπράξεις για τον εργολάβο που αναλάμβανε το έργο, ο οποίος έτσι, με την σειρά του, καρπωνόταν και αυτός ένα ποσοστό του εισοδήματος που δημιουργούσε η αρχική είσοδος των δανεικών του δημοσίου στο κύκλωμα της ελληνικής οικονομίας. Το ίδιο βέβαια συνέβαινε και με την διαφημιστική εταιρεία στην οποία ο αντιπρόσωπος της Mercedes προσέφευγε για να διαφημίσει το προϊόν του, αλλά και με τον ιδιοκτήτη του trendy club στο οποίο διοργάνωνε τις εσπερίδες του για να παρουσιάσει την νέα «σειρά» της εταιρείας. Επίσης με τον ιδιοκτήτη της agence που διέθετε τις χαριτόβρυτες υπάρξεις που φωτογραφιζόντουσαν με το νέο μοντέλο, με τον ιδιοκτήτη της -απαραίτητης φυσικά- εταιρείας που κάλυπτε τις «δημόσιες σχέσεις» και ούτω καθ’ εξής. Γενικά δηλαδή υπήρχε ένας οργασμός οικονομικής δραστηριότητας στον οποίον όλοι κάτι είχαν να προσφέρουν και κάτι να εισπράξουν και όπου η ελληνική οικονομία -μέσα από αυτό το θαύμα που λέγεται πολλαπλασιαστής της δημόσιας δαπάνης- γνώριζε μεγάλη άνθηση, που έγινε γνωστή και ως «ανάπτυξη». (Βέβαια κατά βάθος κανείς δεν ήταν ευχαριστημένος και όλοι διαμαρτύρονταν γιατί θεωρούσαν ότι τους αξίζουν πολύ περισσότερα, είτε επρόκειτο για την «γενιά των 700 ευρώ», που τα θεωρούσε πολύ λίγα για πρώτο μισθό, είτε για τον μεγαλοπρομηθευτή που είχε αντιληφθεί ότι κάποιος ανταγωνιστής του, αναλαμβάνοντας μεγαλύτερο έργο και απολαμβάνοντας μεγαλύτερο περιθώριο κέρδους, είχε συναλλαγεί πιο «αποτελεσματικά» με το ελληνικό δημόσιο[3]).

Η όλη διαδικασία, πάντως, είχε ιδιαίτερη σημασία γιατί, κατά τα φαινόμενα, εκινείτο πέριξ του στρατηγικού τομέα της ελληνικής οικονομίας. Έτσι, όταν περί τα τέλη του 2008 η διεθνής οικονομική κρίση άρχισε να ενσκήπτει και στην Ελλάδα και οι πωλήσεις τετρακίνητων αυτοκινήτων (ελληνιστί: τζιπάρες) μειώθηκαν, το Υπουργείο Οικονομίας κυριεύθηκε από πανικό. Ο στρατηγικός τομέας της ελληνικής οικονομίας, και ίσως ένας στυλοβάτης του νεοελληνικού πολιτισμού, δηλαδή ο κλάδος των «μαντράδων», αντιμετώπιζε το φάσμα της μείωσης του κύκλου εργασιών του. Φυσικά μία τέτοια απειλή για την ανάπτυξη της χώρας δεν ήταν δυνατόν να μείνει αναπάντητη και για τον λόγο αυτό, έστω και με επιβάρυνση του δημοσιονομικού ελλείμματος, η λύση δόθηκε αμέσως: το Υπουργείο Οικονομικών μέσω φορολογικών κινήτρων ενεθάρρυνε την αγορά οχημάτων μεγάλου κυβισμού και έτσι διευκόλυνε την ρευστοποίηση του αποθέματος των μαντράδων. Η ανάπτυξη έλαβε εκ νέου μία σημαντική ώθηση. Δυστυχώς όμως η απόσταση από έναν παρανοϊκό τρόπο οικονομικής διαβίωσης έως την κατάρρευση δεν είναι ποτέ πολύ μεγάλη.

Φυσικά, στην δαπάνη που ζωογονούσε «αναπτυξιακά» την ελληνική οικονομία δεν συμμετείχαν μόνο οι εργολάβοι δημοσίων έργων και οι προμηθευτές του δημοσίου. Συμμετείχαν και οι εκατοντάδες χιλιάδες των δημοσίων υπαλλήλων που, στο πλαίσιο της κοινωνικής και αναπτυξιακής πολιτικής της περιόδου της ΟΝΕ, διορίσθηκαν χωρίς να έχουν κανένα πραγματικό αντικείμενο εργασίας, συνήθως εκτός των διαδικασιών του ΑΣΕΠ. Συμμετείχε επίσης και κάθε άλλος δημόσιος υπάλληλος που για αντικειμενικούς ή υποκειμενικούς λόγους αμειβόταν με ποσό που ήταν μεγαλύτερο από την πραγματική παραγωγική συνεισφορά του στην ελληνική οικονομία. (Δηλαδή, με άλλα λόγια, η συντριπτική πλειοψηφία των δημοσίων υπαλλήλων). Και συμμετείχε, βεβαίως, και το σύνολο του ελληνικού τραπεζικού συστήματος το οποίο, υπό την μακάρια επίβλεψη της Τράπεζας της Ελλάδας, κυνηγούσε τους ανυποψίαστους περαστικούς στον δρόμο για να τους δώσει δάνειο να αγοράσουν Prada και να τα φορέσουν για να πάνε διακοπές στο Παρίσι. Αποτέλεσμα σήμερα είναι ότι η ελληνική οικονομία αγωνίζεται να επιβιώσει υπό καθεστώς πιστωτικού στραγγαλισμού, εφ’ όσον οι ελληνικές τράπεζες βρίσκονται σε κώμα όχι μόνο εξ αιτίας των ομολόγων του ελληνικού δημοσίου που διακρατούν αλλά και εξ αιτίας  των επισφαλειών που έχουν δημιουργήσει τα διαφόρων ειδών παρανοϊκά «διακοποδάνεια».

Για να κρίνει κανείς, πάντως, εάν είχαμε «ανάπτυξη» η κάτι άλλο στην διάρκεια της παρανοϊκής δεκαετίας, αρκεί να κάνει αυτό που οι Αγγλοσάξωνες ονομάζουν back of the envelope calculation συγκρίνοντας την αύξηση του κατά κεφαλήν ΑΕΠ με την αύξηση του δημοσίου χρέους. Σύμφωνα, λοιπόν, με τα στοιχεία της Eurostat, το 2003 το μέσο κατά κεφαλήν εισόδημα στην Ελλάδα, σε τρέχουσες τιμές, ήταν περίπου 15.600 ευρώ (και το συνολικό ΑΕΠ 172 δισεκατομμύρια ευρώ). Το 2010 το ίδιο μέγεθος είχε φθάσει στα 20.400, παρουσιάζοντας μία αύξηση, στην διάρκεια της περιόδου, κατά 30% (και το συνολικό ΑΕΠ στα 230 δισεκατομμύρια). Αντίστοιχα, το δημόσιο χρέος το 2003 ήταν 168 δισεκατομμύρια ευρώ (97% του ΑΕΠ). Το 2010 είχε φθάσει τα 326 δισεκατομμύρια (143% του ΑΕΠ), είχε δηλαδή σχεδόν διπλασιασθεί σε απόλυτους αριθμούς. Συνεπώς το κατά κεφαλήν χρέος του Έλληνα πολίτη αυξήθηκε στην διάρκεια της περιόδου 2003-2010 κατά 90% προκειμένου να αυξηθεί το εισόδημά του μόνο κατά 30% και επειδή τα ποσοστά καμμία φορά ξεγελάνε είναι καλύτερα να πούμε ότι το κατά κεφαλήν χρέος κάθε πολίτη της Ελλάδας αυξήθηκε από 19.000 περίπου ευρώ το 2003 σε 30.000 ευρώ το 2010, προκειμένου το κατά κεφαλήν εισόδημά του να αυξηθεί στην ίδια περίοδο από 15.400 ευρώ σε 20.400. Ο πολλαπλασιαστής της δημόσιας δαπάνης ήταν αρνητικός γιατί, λόγω της μεγάλης μέσης ροπής για εισαγωγές, καταχωρούσε στον ισολογισμό του ελληνικού έθνους πολύ μεγαλύτερο παθητικό απ’ ότι ενεργητικό. Εάν βεβαίως τα δανεικά χρησιμοποιούνταν για παραγωγικές επενδύσεις, αυτές σήμερα θα είχαν ωριμάσει, θα βρίσκονταν σε περίοδο κερδοφορίας και θα είχαν απογειώσει το εθνικό εισόδημα. Φευ, όμως, δεν συνήφθησαν γι’ αυτό αλλά για να χρηματοδοτήσουν μία παρανοϊκή και ανεξέλεγκτη εφήμερη κατανάλωση. Παρ’ ότι το εισόδημα και το χρέος δεν είναι ομοειδή και γι’ αυτό δεν προσθαφαιρούνται (το εισόδημα είναι «ροή» ενώ το χρέος είναι «απόθεμα») εν τούτοις εάν κάποιος, προκειμένου να σχηματίσει μία γενική εικόνα, κάνει τον κόπο να αφαιρέσει από την αύξηση του  ονομαστικού ΑΕΠ το χρέος  που δημιουργήθηκε στην συγκεκριμένη περίοδο, θα διαπιστώσει ότι η χώρα στην διάρκεια της συμμετοχής της στην ευρωζώνη, και ιδιαίτερα από το 2003 και μετά, όχι μόνο δεν «αναπτύχθηκε» και δεν «πλούτισε» αλλά στην πραγματικότητα φτώχυνε-και θα φτωχύνει και άλλο. Άλλωστε τα δύο μεγέθη συνδέονται με μία συγκεκριμένη σχέση και αυτή είναι ότι ο ρυθμός της αύξησής τους από ένα σημείο και μετά (όταν για παράδειγμα το χρέος ξεπεράσει το 100% του ΑΕΠ) γίνεται αντιστρόφως ανάλογος. Σήμερα η Mercedes έχει κιόλας σκουριάσει και σε λίγο καιρό θα βρεθεί στα παλιοσίδερα. Το χρέος όμως, που τόσο πολύ βλακωδώς εκταμιεύθηκε και χρησιμοποιήθηκε για την αγορά της, δεν παύει να τοκίζεται κάθε χρόνο και να αυξάνει με ρυθμό χιονοστιβάδας που απειλεί να θάψει από κάτω της ολόκληρη την χώρα καθώς τα τοκοχρεωλύσια αφαιμάσσουν πλήρως την ανάπτυξη του εισοδήματος[4].

Αυτό που συμβαίνει σήμερα είναι μία βαθιά ύφεση, ή κάτι άλλο;

Παρακολουθώντας κανείς την πορεία του γνωστού μας προμηθευτή του δημοσίου μπορεί να αντιληφθεί καθαρά και την φύση της αποκλίνουσας πορείας μεταξύ δημοσίου χρέους και εθνικού εισοδήματος ώστε να αποφανθεί εάν πρόκειται για φαινόμενο «ύφεσης» ή για κάτι άλλο.  Ας δούμε τις επιπτώσεις της εν λόγω απόκλισης στην οικονομία[5]. Μετά, λοιπόν, την διαπίστωση της τεχνικής χρεοκοπίας της Ελλάδας, περί τα τέλη του 2009, όχι μόνο οι εργασίες του μειώθηκαν δραστικά και οι πληρωμές άρχισαν να καθυστερούν επικίνδυνα αλλά και η εικόνα του για το μέλλον διαφοροποιήθηκε δραματικά: την θέση της αισιοδοξίας για μία συνεχή αύξηση του κύκλου εργασιών του, στα πλαίσια μίας ευρωπαϊκής αναπτυγμένης οικονομίας (!), κατέλαβε η δυσφορία για τα μειωμένα εισοδήματά του και η αβεβαιότητα για το μέλλον. Έτσι αποφάσισε να μην αλλάξει φέτος αυτοκίνητο, να μην ανανεώσει την συλλογή του από Armani, να εμφανίζεται πιο αραιά στο νυχτερινό κέντρο που συνήθιζε να κλείνει πρώτο τραπέζι πίστα. Η αλλαγή αυτή στην συμπεριφορά του, όμως, καθώς και στην συμπεριφορά όλων των ομοίων του, δεν ήταν άμοιρη συνεπειών για τους στρατηγικούς κλάδους της ελληνικής οικονομίας. Αντιπροσωπείες αυτοκινήτων, κοσμηματοπωλεία, νυχτερινά κέντρα, εισαγωγικοί οίκοι μόδας, κομμωτήρια κλπ. είδαν με την σειρά τους τον κύκλο εργασιών τους να μειώνεται δραματικά. Ο πολλαπλασιαστής της δημόσιας δαπάνης άρχισε να λειτουργεί και πάλι, με εξαιρετικό δυναμισμό, αλλά με αρνητικό πρόσημα την φορά αυτή. Δυστυχώς, βέβαια, και πάλι η μείωση της συνολικής δαπάνης δεν προερχόταν αποκλειστικά από τους εργολήπτες και τους προμηθευτές του δημοσίου. Πρωτογενώς προερχόταν από το 1/2 του οικονομικά ενεργού δυναμικού της χώρας που είτε εργάζεται σε εξαρτημένη σχέση με το ελληνικό δημόσιο είτε έχει προσόδους από αυτό, και δευτερογενώς από όλους τους υπόλοιπους παράγοντες της οικονομίας. Συνεπώς η σημερινή κάμψη της οικονομικής δραστηριότητας είναι απολύτως φυσιολογική και οφείλεται στο γεγονός ότι μία οικονομία με μέσο ή υψηλό επίπεδο εισοδήματος που θέλει να έχει και παρά πολλούς δημόσιους υπαλλήλους, και «κράτος πρόνοιας» (λέμε τώρα) και από τις πιο υψηλές επενδύσεις του κόσμου σε κατοικίες, δεν μπορεί παράλληλα να δαπανά για την κατανάλωσή της, για μεγάλο χρονικό διάστημα, χωρίς να ανατραπεί η ισορροπία της, ένα ποσοστό του ΑΕΠ που ξεπερνάει το 55%[6]. Αυτό αποτελεί και το κλειδί για να αποφανθεί κανείς εάν η σημερινή κάμψη του ελληνικού ΑΕΠ είναι μία ύφεση, η οποία θα μπορούσε σχετικά γρήγορα να ξεπερασθεί, η εάν είναι μία δομικού χαρακτήρα αλλαγή που επαναφέρει την οικονομία στο επίπεδο εισοδήματος και κατανάλωσης που αντιστοιχεί στην πραγματική παραγωγικότητά της. Εάν ήταν «ύφεση» αυτό θα σήμαινε ότι μία επεκτατική δημοσιονομική πολιτική θα επανέφερε το επίπεδο της κατανάλωσης εκεί που ήταν στην δεκαετία 1999-2009 και με τον τρόπο αυτό θα μπορούσε επίσης να επαναφέρει και το ΑΕΠ στο ανώτατο σημείο του, δηλαδή στο 2008, αλλά και τον ρυθμό μεγέθυνσής του στον μέσο όρο της παρανοϊκής δεκαετίας. Και όλοι θα ήταν ευτυχείς[7]. Πλην όμως, όπως είναι κατανοητό, κάτι τέτοιο δεν γίνεται, πρώτον διότι απαιτεί δανεικά που κανείς δεν παρέχει και δεύτερον διότι στην οικονομία δεν δραστηριοποιούνται χρυσόψαρα αλλά άνθρωποι, με μνήμη και κρίση, των οποίων η πρόσληψη της πραγματικότητας έχει πλέον αλλάξει σε σχέση με το 2008 τόσο σε ό,τι αφορά την επένδυση όσο και σε ό,τι αφορά την κατανάλωση-που είναι και το κυριότερο. Συνεπώς η κάμψη του επιπέδου εισοδήματος που παρατηρείται σήμερα και τα αμέτρητα «λουκέτα» που αποτελούν την χαρά των δημαγωγών της πολιτικής, επειδή τους δίνουν την ευκαιρία να υποσχεθούν ότι αυτοί ξέρουν τον τρόπο για να ξαναφέρουν την ευημερία, οφείλονται αμφότερα σε μία αναπόδραστη δυναμική η οποία θα συνεχισθεί αδιάπτωτη έως ότου φέρει την ελληνική οικονομία στο νέο (χαμηλότερο) σημείο ισορροπίας της, εκεί όπου τα επίπεδα εισοδήματος και κατανάλωσης θα αντιστοιχούν στο πραγματικό παραγωγικό δυναμικό της χώρας. Τα μαγαζιά που έβαλαν «λουκέτο» δεν θα ανοίξουν ποτέ ξανά και δυστυχώς θα ακολουθήσουν στην ίδια δύστηνο μοίρα ακόμη περισσότερα. Η πορεία μέσω της οποίας η ελληνική οικονομία επιστρέφει στο επίπεδο που αντιστοιχεί στο πραγματικό παραγωγικό της δυναμικό (δηλαδή κοντά στα 200 δισεκατομμύρια ευρώ ΑΕΠ) δεν είναι «ύφεση», γιατί δεν μπορεί να αναστραφεί με κανενός είδους βραχυπρόθεσμη οικονομική πολιτική. ¨Όσοι δεν το κατανοούν αυτό, είτε δεν καταλαβαίνουν γρυ από οικονομία, είτε είναι ψεύτες, είτε και τα δύο[8].

Ήδη η σωρευτική μείωση του ΑΕΠ από τις αρχές του 2010 φθάνει το 12%. Αυτό δεν είναι τρομερό αν σκεφθεί κανείς ότι σε άλλες χώρες η μείωση ήταν πολύ μεγαλύτερη (Ισλανδία 14%, Ρουμανία και Λιθουανία 17%, Λεττονία 22%), όχι μόνο χωρίς να γίνει ο χαλασμός που γίνεται στην Ελλάδα αλλά και με ορατά ήδη τα σημάδια της επανασταθεροποίησής τους. Παρ’ ημίν, όπου τα προβλήματα είναι βαθύτερα, όσο και να ξεφαντώσουν οι πολέμιοι της «ύφεσης», η σταθεροποίηση δεν θα αρχίσει πριν η συνολική μείωση του ΑΕΠ φθάσει τουλάχιστον το 20%. (Είναι βέβαια πιθανόν να μην αρχίσει ούτε και τότε εάν, από την μία, οι αυτοκαταστροφικές αντιδράσεις συνεχισθούν ανεξέλεγκτα προξενώντας ανεπανόρθωτες βλάβες στον κοινωνικό και οικονομικό ιστό και εάν, από την άλλη, αυτή η μείωση δεν είναι αναλογικά και δίκαια κατανεμημένη μεταξύ παραγωγικών ομάδων και κοινωνικών τάξεων. Σε αυτήν την περίπτωση οι αγκυλώσεις που θα παραμείνουν σε επί μέρους αγορές, δημιουργώντας «θρομβώσεις», θα ματαιώσουν την εξάπλωση της εξισορρόπησης σε όλη την ελληνική οικονομία αναγκάζοντας την σε ένα τραγικό undershooting με το οποίο θα συντριβεί σε επίπεδα μείωσης του ΑΕΠ κάτω του 50%).

Η ξένη συνδρομή και το Μνημόνιο δεν θα ήταν δυνατόν να προβλέπουν μία πιο ομαλή προσγείωση για την ελληνική οικονομία;

Η, κατά το δυνατόν, πλέον ομαλή διαδικασία προσγείωσης για την ελληνική οικονομία είναι αυτή που προσφέρει το Μνημόνιο, εάν κωδικοποιήσουμε με τον συγκεκριμένο όρο την σειρά των συμφωνιών που έχει συνομολογήσει η Ελλάδα με τους εταίρους της από τον Μάιο του 2010 και στην συνέχεια. Ο ισχυρισμός περί του αντιθέτου, ουδέποτε έχει στοιχειοθετηθεί και τεκμηριωθεί. Απλά εκφέρεται με διάφορες κραυγές ελαφρολαϊκού τύπου περί θυσιών, στερήσεων, αδικιών κλπ. Μορφοποιείται με διάφορους τρόπους και ισχυρισμούς: ότι η Ελλάδα θα έπρεπε να διαπραγματευθεί σκληρότερα και να επιτύχει «καλύτερους όρους» εκμεταλλευόμενη το γεγονός πως αποτελεί «συστημικό κίνδυνο» για την ευρωζώνη, ότι το Μνημόνιο είναι «λάθος» διότι δημιουργεί «ύφεση», ότι μία αποφασιστική στάση μίας νέας πολιτικής ηγεσίας θα επιτρέψει την «επαναδιαπραγμάτευσή» του κλπ. Πλην όμως, όλες αυτές οι απόψεις προέρχονται είτε από ανθρώπους που αδυνατούν πλήρως να κάνουν με μολύβι και χαρτί και τους πιο στοιχειώδεις υπολογισμούς, είτε από κάποιους που αδιαφορούν πλήρως για το ποια είναι η πραγματικότητα και ενδιαφέρονται μόνο για την δημιουργία εντυπώσεων και την παραπλάνηση των αφελών και των απελπισμένων.

Ποια θα ήταν η λειτουργία της ελληνικής οικονομίας εάν η συμφωνία συνδρομής της Ελλάδας ήταν «απλόχερη» και «γενναιόδωρη» και προσέφερε την δυνατότητα, για παράδειγμα, να συνεχίσει η χώρα μας να διατηρεί εξωφρενικά υψηλά δημοσιονομικά ελλείμματα του ύψους του 15% για το 2010 και το 2011; Με την δομή της ελληνικής οικονομίας, όπως εξακολουθεί και είναι σήμερα, που θα πήγαιναν τα χρήματα αυτά; Στην δημιουργία νέας ανταγωνιστικής βιομηχανίας και εξαγωγικών παραγωγικών μονάδων; Φυσικά όχι. Θα πήγαιναν στους πενόμενους μαντράδες, μόδιστρους και σύμβουλους δημοσίων σχέσεων γιατί αυτούς τους «παραγωγικούς πόρους» διαθέτει την παρούσα στιγμή η Ελλάδα. Τα λεφτά που θα «έπεφταν στην αγορά» για να την «τονώσουν» και «να μην μπουν λουκέτα», θα κατευθύνονταν προς την πραγματική οικονομία, αυτήν που πράγματι υπάρχει, και όχι προς την φανταστική που ενυπνιάζονται οι διώκτες του Μνημονίου. Και αυτή που πράγματι υπάρχει είναι η οικονομία της μεγαλύτερης «φούσκας» του αναπτυγμένου κόσμου, δηλαδή η οικονομία στην οποία οι υπηρεσίες και η οικοδομή (τομέας των «διεθνώς μη εμπορευσίμων») έχουν πάνω από 4 φορές μεγαλύτερη συμμετοχή στο ΑΕΠ απ’ ότι η γεωργία και ο δευτερογενής τομέας[9]. Και όπου με δείκτη 100 για το 2000 και για τους δύο τομείς, ο πρώτος  είχε φτάσει το 2009 στο 140 και ο δεύτερος μόνο στο 105[10]. Δηλαδή περαιτέρω άπλετη πιστωτική διευκόλυνση της Ελλάδας θα είχε ως μόνο αποτέλεσμα την διεύρυνση αυτού του τρόπου λειτουργίας της οικονομίας όπου η δημόσια δαπάνη γιγαντώνει τον παρασιτισμό και ο γιγαντισμός του παρασιτισμού ανακυκλώνεται σε ακόμη μεγαλύτερα ελλείμματα που κανείς δεν θέλει, και δεν μπορεί, πλέον να χρηματοδοτήσει. Έτσι, μετά το τέλος του 2011 το εξωτερικό χρέος θα βρισκόταν ήδη στο 180% του ΑΕΠ και οι δανειστές θα έχαναν όλα τους τα λεφτά, άνευ ετέρου.

Ο ισχυρισμός ότι το στοιχείο του «συστημικού κινδύνου» που αντιπροσωπεύουμε μας προσφέρει ισχυρό πλεονέκτημα διαπραγμάτευσης είναι απολύτως ανόητος διότι παραβλέπει το απλούστατο γεγονός ότι εάν η Τριμερής (βλ. Τρόϊκα) μας παραχωρούσε  την «ευχέρεια προσαρμογής» που οι δημαγωγοί ονειρεύονται, τότε ο συστημικός κίνδυνος θα είχε ήδη υλοποιηθεί από μόνος του. Όταν βρίσκονται σε κατάσταση πανικού οι αγορές βλέπουν και προεξοφλούν ταχύτατα, και με τον πιό σκληρό τρόπο, τις βέβαιες αποτυχίες. Οι Ευρωπαίοι και τα λεφτά τους θα έχαναν και τις τράπεζες τους θα έβλεπαν να καταρρέουν. (Αλλά και η Ελλάδα θα καταστρεφόταν). Χρησιμοποιώντας δηλαδή ως διαπραγματευτικό πλεονέκτημα το επιχείρημα ότι μπορούμε να καταστρέψουμε την ευρωζώνη (κάτι που δεν είναι και 100% βέβαιο), ουσιαστικά θα τους ζητούσαμε να σπεύσουν να την καταστρέψουν αυτοί από μόνοι τους και μιά ώρα νωρίτερα!

Ο ισχυρισμός περί της «διαπραγματευτικής ισχύος» είναι επίσης ανόητος και για έναν άλλο λόγο: θεωρεί ότι με ένα μεγαλύτερο δημοσιονομικό έλλειμμα η ελληνική οικονομία θα είχε την δυνατότητα να πετύχει μεγέθυνση του ΑΕΠ. Πόσο μεγαλύτερο, όμως, θα έπρεπε να είναι το έλλειμμα έστω και για να παραμείνει το ΑΕΠ στάσιμο και να μην μειωθεί το 2011; Εφ’ όσον το 2009 με ένα δημοσιονομικό έλλειμμα 15% μειώθηκε 2% και το 2010 με ένα έλλειμμα 10% μειώθηκε 5%, προφανώς οι οπαδοί της επκρατούσας πολιτικο-δημοσιογραφικής θεωρίας εάν πιεσθούν να πουν αριθμούς (γιατί ποτέ δεν αναφέρουν κάποιο στοιχείο αλλά περιορίζονται σε αφηρημένες γενικολογίες) θα έπρεπε να ζητήσουν για το 2010 αντί του επιτευχθέντος, με δάκρυα και αίμα, 10%, ένα «σταθεροποιητικό έλλειμμα» ύψους τουλάχιστον 20%. Και ας αφήσουμε το ερώτημα που θα έβρισκαν τα χρήματα για να το επιτύχουν. Το θέμα είναι άλλο: ότι δηλαδή το αποτέλεσμα θα ήταν το ακριβώς αντίθετο απ’ ό,τι ισχυρίζονται. Και τούτο διότι όλοι οι φορείς οικονομικής δραστηριότητας στην Ελλάδα μόλις αντιλαμβάνονταν τι πραγματικά συμβαίνει, (ότι δηλαδή η οικονομία πρόκειται να καταρρεύσει εντός ολίγου εφ’ όσον το δημόσιο χρέος θα ενέπιπτε πλέον στην αρμοδιότητα του Αστεροσκοπείου και όχι του Υπουργείου Οικονομικών), θα έσπευδαν προς την έξοδο. Ακόμη και ο γνωστός μας εργολήπτης του δημοσίου θα ρευστοποιούσε ό,τι μπορούσε, θα συσκεύαζε ό,τι επίσης μπορούσε και θα αναχωρούσε τρέχοντας για το χωριό της καταγωγής του με την ελπίδα ότι θα καταφέρει να επιβιώσει στην επερχόμενη καταστροφή τρώγοντας λαχανίδες από το μποστάνι της μανούλας του. Ό,τι ποσό θα ήταν δυνατόν να αποσυρθεί από τις τράπεζες θα αποσυρόταν, και ό, τι ήταν δυνατόν να εξαχθεί από την χώρα θα εξαγόταν Το «σταθεροποιητικό», ή «αναπτυξιακό», ίσο ή μεγαλύτερο του 15%, δημοσιονομικό έλλειμμα που θα επιτύγχανε η «ρωμαλέα πατριωτική στάση» των αντιμνημονιακών, αντί να έχει τα σταθεροποιητικά ή αναπτυξιακά αποτελέσματα που ονειρεύονται θα οδηγούσε την εθνική οικονομία όχι σε απλή κατάρρευση αλλά σε πλήρη κονιορτοποίηση. Πριν μάλιστα την λήξη του οικονομικού έτους.

Ο λόγος που η ελληνική οικονομία, παρ’ ότι ασθμαίνουσα και συρρικνούμενη, επιβιώνει ακόμη μέχρι σήμερα, είναι πως διατηρείται ζωντανή η έστω και ισχνή ελπίδα ότι ενδεχομένως, ακόμη και μετά από μία αναδιάρθρωση του χρέους, μέσα από το σταθεροποιητικό πρόγραμμα θα καταφέρει να προσεγγίσει ένα σημείο σταθερής ισορροπίας. (Το οποίο θα έπρεπε να είναι η επίτευξη ενός πρωτογενούς πλεονάσματος στο οποίο μετά, με την μέθοδο custom made, οι εταίροι μας -κάνοντας βεβαίως την ανάγκη φιλότιμο- θα όφειλαν να προσαρμόσουν το ύψος των ετήσιων τοκοχρεωλυσίων ώστε η ελληνική οικονομία να μπορεί να κινηθεί για λίγα χρόνια με την παραδοσιακή ελληνική μέθοδο «ίσα βάρκα, ίσα νερά»). Αυτή η ελπίδα, που στηρίζεται στο γεγονός ότι η εφαρμοζόμενη πολιτική αποβλέπει σε μία εμπροσθοβαρή βεβαίως, αλλά και σταδιακή μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος, και συνεπώς σε μία ελεχγόμενη πρόσκρουση στο έδαφος, είναι εκείνη που κρατάει ακόμη κάποιες καταθέσεις ιδιωτών στις τράπεζες, δίνει την δυνατότητα στο ελληνικό δημόσιο να έχει πρόσβαση στον βραχυπρόθεσμο δανεισμό από την αγορά χρήματος, τροφοδοτεί κάποιες οριακές δεσμεύσεις κεφαλαίων σε επιχειρήσεις με εξαγωγικό χαρακτήρα και επίσης -το κυριότερο ίσως- κρατάει την καταναλωτική δαπάνη σε ένα επίπεδο το οποίο όσο χαμηλό και αν είναι δεν έχει κατέβει στο σημείο που θα είχε προκληθεί «απώλεια στήριξης» για όλη την οικονομία. Εάν όμως, αντίθετα από αυτό που συμβαίνει σήμερα, αναπτυσσόταν η πεποίθηση πως στην χώρα των παρανοϊκών επιχειρούν να καταπολεμήσουν την επερχόμενη πτώχευση λόγω χρέους με ακόμη μεγαλύτερα ελλείμματα[11], η φυγή προς την έξοδο θα ήταν ακαριαία. Το ίδιο, βεβαίως, και η κατάρρευση της ελληνικής οικονομίας.

Το γεγονός, πάντως, ότι μία τόσο μεγάλη ανοησία όσο αυτή (η οποία  ενδύεται με διάφορες μορφές, όπως της μη σωστής «διαπραγμάτευσης» του Μνημονίου, της ευρέσεως «πολιτικής» λύσεως για την κρίση, ή της δυνατότητας «αναδιαπραγμάτευσής» του), έχει καταστεί πλειοψηφική άποψη στην κοινή γνώμη και στους διαμορφωτές της, αποδεικνύει ότι της οικονομικής χρεοκοπίας μίας κοινωνίας πρέπει πάντοτε να προηγείται η πνευματική.

Μήπως το Μνημόνιο εφαρμόζεται με εσφαλμένο τρόπο και είναι ταυτοχρόνως κοινωνικά άδικο;

Η αντίληψη ότι το Μνημόνιο αποτελεί ένα ιερό κείμενο είναι πλήρως λανθασμένη. Πρόκειται για ένα (μία σειρά) κείμενο (κειμένων) μάλλον κακογραμμένο (κακογραμμένων) και πρόχειρο (πρόχειρων), με πολλές επαναλήψεις. Δεν καθορίζει όμως επακριβώς τον τρόπο της εφαρμογής του. Αυτό είναι ευθύνη της ελληνικής πολιτικής ηγεσίας και της ελληνικής Δημόσιας Διοίκησης. Το «εάν έχει εφαρμοσθεί σωστά» είναι, βεβαίως, ένα σημαντικό ερώτημα αλλά για να απαντηθεί θα πρέπει να τοποθετηθεί στο σωστό πλαίσιο το οποίο επιβάλλει δύο διευκρινίσεις. Η πρώτη είναι πως στο τέλος του 2009 η ελληνική οικονομία είχε διαβεί το χείλος του γκρεμού και αιωρείτο ήδη στο κενό. Στις συγκεκριμένες συνθήκες κανένα σταθεροποιητικό πρόγραμμα δεν θα μπορούσε να προσφέρει την απόλυτη βεβαιότητα πως θα την διέσωζε, όσο σωστά και αν εφαρμοζόταν. Το σταθεροποιητικό πρόγραμμα είναι απλά μία απόπειρα διάσωσης, το αποτέλεσμα της οποίας σε πολύ μεγάλο βαθμό εξαρτάται από την συμπεριφορά του ίδιου του διασωζόμενου. Εάν εκείνος που πνίγεται ενδιαφέρεται περισσότερο για το πως θα τιμωρήσει τον άτυχο ναυαγοσώστη (δείχνοντάς του προφανώς από την καλή τι εστί «συστημικός κίνδυνος») επειδή τον τραβάει προς την ακτή ταρακουνώντας τον,  παρά για να σωθεί ο ίδιος, τότε το τέλος του είναι προδιαγεγραμμένο. Η δεύτερη διευκρίνιση είναι πως κανένα σταθεροποιητικό πρόγραμμα στην Ελλάδα, όσο επιτυχώς και αν εφαρμοζόταν, δεν θα ήταν ανώδυνο, εφ’ όσον σκοπός του θα ήταν να επαναφέρει την οικονομία σε κατάσταση μακροχρόνιας ευσταθούς ισορροπίας, καταστρέφοντας το παρασιτικό καρκίνωμα που είχε δημιουργηθεί -κυρίως αλλά όχι μόνο- ως αποτέλεσμα της εγκληματικής οικονομικής πολιτικής της τελευταίας δεκαετίας.

Εν τούτοις, ακόμη και έχοντας κανείς υπ’ όψιν του τις ανωτέρω διευκρινίσεις, δεν μπορεί να μην διατυπώσει την εκτίμηση ότι η εφαρμογή του Μνημονίου θα μπορούσε να ήταν πολύ, μα πάρα πολύ, πιο επιτυχής. Για την ακρίβεια, μία πολιτική σταθεροποίησης της ελληνικής οικονομίας θα μπορούσε να ήταν επιτυχής χωρίς καν να χρειάζεται οιαδήποτε έξωθεν παρέμβαση παραγόντων όπως η ΕΕ, το ΔΝΤ κλπ. Μία υπεύθυνη πολιτική ηγεσία θα έπρεπε έγκαιρα και από μόνη της να θέσει την εικόνα της πραγματικότητας υπ’ όψιν του ελληνικού λαού και να ζητήσει την έγκρισή του για την εφαρμογή ενός προγράμματος εξυγιάνσεως της οικονομίας που θα περιστρεφόταν γύρω από πέντε βασικούς άξονες:

-την μείωση του κρατικού τομέα, με την ιδιωτικοποίηση όσων επιχειρήσεων δεν έχουν κανένα λόγο, είτε ως κερδοφόρες είτε ως ζημιογόνες, να βρίσκονται υπό κρατική ιδιοκτησία, και με το κλείσιμο όσων επιχειρήσεων και οργανισμών δεν μπορούν ούτε να ιδιωτικοποιηθούν γιατί έχουν απλά δημιουργηθεί από απατεώνες για απατεώνες, και δεν ενδιαφέρουν κανένα άλλο

-την μείωση του αριθμού των δημοσίων υπαλλήλων με άμεση απόλυση όσων από την στιγμή δημιουργίας του ΑΣΕΠ και εντεύθεν διορίστηκαν κατά παράκαμψη των αρμοδιοτήτων του[12]

-την σύλληψη, με την θέσπιση ενός αυστηρού και απαιτητικού συστήματος αντικειμενικών κριτηρίων, της (τεραστίων διαστάσεων) φοροδιαφυγής που πραγματοποιείται κυρίως από τους αυταπασχολούμενους, τους ελεύθερους επαγγελματίες και τους μικρο-επιχειρηματίες και αποτελεί την βασική παθογένεια της ελληνικής οικονομίας

-την κατάργηση του απίστευτου -μεσαιωνικής προελεύσεως[13]- καθεστώτος των «κλειστών επαγγελμάτων» που αποτρέπει την αριστοποιητική κατανομή των παραγωγικών πόρων της οικονομίας και αποτελεί τροχοπέδη για την δυνητική και πραγματική ανάπτυξή της

-την ψήφιση συνταγματικής διατάξεως σύμφωνα με την οποία θα προβλέπονται μόνο ισοσκελισμένες ή πλεονασματικές ετήσιες  δημοσιονομικές χρήσεις[14].

Εάν ο ελληνικός λαός συναινούσε έχει καλώς. Εάν απέρριπτε την πρόταση και πάλι έχει καλώς, διότι δεν μπορείς να σώσεις εκείνον που δεν θέλει να σωθεί. Παραμένοντας, πάντως, στην εκδοχή της καταφατικής απάντησης, γιατί η αρνητική δεν θα είχε λογική, διαπιστώνει κανείς ότι τίποτε από αυτά δεν έγινε τότε, αλλά ούτε και έχει γίνει μέχρις σήμερα. Εκεί βρίσκεται η αιτία της μη αποτελεσματικής εφαρμογής του Μνημονίου, (μίας και, δυστυχώς, 11.000.000 άτομα δεν ήξεραν από μόνα τους τι δέον γενέσθαι και χρειαζόταν να έρθει η Τριμερής με το Μνημόνιο για να τους το πουν). Βεβαίως η πλημμελής εφαρμογή δεν ευθύνεται αποκλειστικά για την κοινωνική δυσπραγία και για την ανέχεια που βιώνει σήμερα η χώρα. Αυτές θα υπήρχαν σε κάθε περίπτωση. Η διαφορά βρίσκεται αλλού. Όταν, για παράδειγμα, το κατάστημα του πολλά υποσχόμενου επιχειρηματία που φιλοδόξησε να πλουτίσει καλλωπίζοντας με έργα τέχνης του Christian Louboutin τα κάτω άκρα όλων των κυριών που συνδέονται αισθηματικά με εργολήπτες και προμηθευτές του δημοσίου, θα κλείσει (γιατί δεν υπάρχει πια «χρήμα στην αγορά»), εκτός από τον ίδιο, του οποίου η τύχη δεν μας ενδιαφέρει ιδιαίτερα, η κακοτυχία θα πλήξει και το υπαλληλικό του προσωπικό, το οποίο ουδόλως ευθύνεται για την επιχειρηματική ανοησία του εργοδότη του αλλά και για τις υπερβάσεις των δημοσίων οικονομικών και την λεηλασία του δημοσίου πλούτου που είναι οι απώτερες και πραγματικές αιτίες της ανεργίας του. Η πολύ σημαντική διαφορά, όμως, μεταξύ των δύο περιπτώσεων εφαρμογής σταθεροποιητικής πολιτικής είναι η εξής: στην πρώτη -καλή- περίπτωση όπου η πολιτική ηγεσία θα είχε λάβει εγκαίρως και αποφασιστικά τα ενδεδειγμένα μέτρα,  η οικονομία θα προσέγγιζε το νέο σημείο σταθερότητας και ισορροπίας σε σχετικά σύντομο διάστημα και οι απολυμένοι εργαζόμενοι θα είχαν την δυνατότητα να βρουν εξ ίσου σύντομα νέα απασχόληση, (έστω και με χαμηλότερες απολαβές και μειωμένο γόητρο-αφού δεν θα πουλούσαν πλέον έργα τέχνης για τα κάτω άκρα).  Αντίθετα, στην σημερινή περίπτωση της «κακής εφαρμογής», που όχι μόνο δεν λαμβάνονται τα κατάλληλα μέτρα αλλά και η απαιτούμενη σταθεροποιητική πολιτική υπονομεύεται από τους ίδιους εκείνους που υποτίθεται ότι την εφαρμόζουν, το αποτέλεσμα είναι πως όταν έρχεται ο λογαριασμός της κυβερνητικής μικρόνοιας και απραξίας για να επιβαρύνει «οριζόντια» δίκαιους και άδικους, μικρούς και μεγάλους, η εξισορρόπηση της οικονομίας απομακρύνεται αντί να πλησιάζει.  Ως εκ τούτου  οι απολυμένοι είναι καταδικασμένοι να παραμείνουν για πιο μακρύ διάστημα στην ανεργία, σε ένα περιβάλλον που θα γίνεται όλο και πιο αβέβαιο και απειλητικό.

Όσο για την κατηγορία ότι το Μνημόνιο είναι κοινωνικά άδικο, αυτό αποτελεί την μεγαλύτερη δυνατή διαστροφή της πραγματικότητας, δεδομένου ότι συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο: το Μνημόνιο αποτελεί ίσως το πιο επαναστατικό, ανατρεπτικό και ριζοσπαστικό διάβημα κοινωνικής δικαιοσύνης της νεότερης Ελλάδας. Αποσκοπεί στην ανατροπή σειράς αδικιών όπως είναι η «ταξική» φορολόγηση μόνο των μισθωτών και των παραγωγικών επιχειρηματιών, προς όφελος των γνωστών παρασιτικών στρωμάτων που ειδικεύονται στην φοροδιαφυγή ή στην αποκατάσταση του δικαιώματος της εργασίας για τους νέους το οποίο σε μεγάλο βαθμό τους στερεί η ύπαρξη των «κλειστών επαγγελμάτων». Κυρίως όμως αποσκοπεί στην αποκατάσταση δύο θηριωδών αδικιών που αποτελούν συγκροτησιακές συνθήκες της σημερινής ελληνικής κοινωνίας και οικονομίας και βρίσκονται στον πυρήνα της τρέχουσας καταστροφικής αρρυθμίας της. Η πρώτη αδικία αφορά το απαράδεκτο ηθικά, και επιβλαβές οικονομικά, γεγονός να απολαμβάνουν οι ελάχιστα παραγωγικοί, εξαιρετικά υπεράριθμοι και -εκουσίως ή ακουσίως- τραγικά αναποτελεσματικοί δημόσιοι υπάλληλοι, υψηλότερες αποδοχές από τους συναδέλφους τους του ιδιωτικού τομέα, οι οποίοι, εξ αντικειμένου, καταβάλλουν πολλαπλάσια προσπάθεια για να ανταποκριθούν στα καθήκοντά τους, είναι -χωρίς την παραμικρή αμφιβολία- πολύ περισσότερο παραγωγικοί  και, επίσης, εργάζονται και διαβιούν σε ένα πολύ δυσμενές σύστημα εργασιακών σχέσεων, απέναντι σε μία εργοδοσία που δεν έχει ακόμη αφήσει πίσω της τον 19ο αιώνα. Παράλληλα δε, στερούνται των ευεργετημάτων της μονιμότητας και της ατιμωρησίας που διαθέτουν οι μισθωτοί του δημόσιου τομέα.

Η δεύτερη αδικία αφορά το αποκρουστικό γεγονός να καταστρέφει η γενεά των γονέων το βιοτικό μέλλον των παιδιών της προκειμένου να απολαύσει εφήμερα και ευτελή υλικά αγαθά σε ένα επίπεδο κατανάλωσης που δεν αντιστοιχεί στην παραγωγικότητά της και στο πραγματικό εισόδημα που είναι σε θέση να δημιουργήσει, μεταφέροντας την εξ αυτού αναπόφευκτη δανειακή επιβάρυνση στις επόμενες γενεές τις οποίες καταδικάζει να παραλάβουν ένα άχθος αντίστοιχο του οποίου καμμία άλλη γενεά στην νεότερη ελληνική ιστορία δεν αναγκάσθηκε να επωμισθεί. Ιδωμένη από την άποψη αυτή η πάνδημη αντίθεση στο Μνημόνιο, (και ειδικότερα στις ρυθμίσεις του για το συνταξιοδοτικό), υποβάλλει θλιβερές σκέψεις, όχι μόνο για την οπισθοδρομικότητα της ελληνικής κοινωνίας αλλά και για την πλήρη έλλειψη αισθημάτων μέριμνας και αλληλεγγύης, τα οποία εάν υπήρχαν θα μπορούσαν να οδηγήσουν ακόμη και τους πλέον αστοιχείωτους στην κατανόηση της αναγκαιότητάς του.

Και βέβαια η ίδια η κρίση, για την οποία φυσικά ουδεμία ευθύνη έχουν η Τριμερής και το Μνημόνιο, είναι μία ακραία κατάσταση κοινωνικης αδικίας εφ’ όσον άλλος την προξένησε και άλλος την υφίσταται. Την προξένησε, με την διαχρονική ανοησία της, η πλειοψηφική παρασιτική ομάδα του ελληνικού πληθυσμού με τις τρεις βασικές συνιστώσες της: πρώτα τους λούμπεν μικρο-μεσαιο-μεγάλους «επιχειρηματίες», αυτοαπασχολούμενους, ελεύθερους επαγγελματίες κλπ, μετά τους νωχελικούς δημόσιους υπαλλήλους και τέλος τους νομείς της άτυχης ελληνικής γης, τους οιστρηλατούμενους από το απίστευτο σύνθημα «όλα τα κιλά, όλα τα λεφτά». Την υφίσταται η αριθμητικά μειοψηφική ομάδα των ασχολουμένων με σχέση εξαρτημένης εργασίας στον ιδιωτικό τομέα, που χωρίς να έχει συμβολή σε καμμία από τις εξαλλοσύνες του πρόσφατου και απώτερου παρελθόντος, αντιμετωπίζει και επωμίζεται το μεγαλύτερο βάρος από τον εφιάλτη και την βαρβαρότητα της ανεργίας και της ανέχειας

Όσο για την κορυφογραμμή της μικρόνοιας και της παράνοιας, δηλαδή την ευρέως διαδεδομένη πεποίθηση ότι στην πραγματικότητα δεν υπάρχει καμμία «ελληνική κρίση» και όλα όσα συμβαίνουν είναι απλά μία σκηνοθεσία των Γερμανών και των συμμάχων τους (των γερμανοσιωνιστών!) για να υφαρπάξουν με πενταροδεκάρες το υπερπολύτιμο παραγωγικό δυναμικό της χώρας (τον ΟΣΕ!) και «να μας μετατρέψουν σε υπηρέτες τους που θα αμείβονται με 200 ευρώ τον μήνα», η απάντηση είναι μία και μοναδική: κουράγιο αδέλφια και μην λυγίζετε. Όπου νάναι έρχονται οι Ελ με τα διαστημόπλοια για να σας λυτρώσουν! (Οι λογικοί άνθρωποι, πάντως, γνωρίζουν ότι σε μία εύρυθμη κεφαλαιοκρατική οικονομία της αγοράς, εάν η παραγωγικότητά σου είναι 1000, κανείς δεν μπορεί να σε αναγκάσει να παίρνεις 200. Γνωρίζουν επίσης ότι εάν έχεις ηθικές αξίες, αξιοπρέπεια και ελεύθερο φρόνημα δεν μπορεί κανείς να σε μετατρέψει σε δούλο, είλωτα και υπηρέτη. Εκτός βέβαια και αν δεν έχεις).

Είναι πιθανόν να διαρκέσει η ελληνική κρίση για μακρύ χρονικό διάστημα;

Η διαφορά μίας ύφεσης από μία κρίση διαρθρωτικής ανισορροπίας είναι ότι ενώ η πρώτη μπορεί να ξεπερασθεί βραχυπρόθεσμα, με το κατάλληλο μείγμα δημοσιονομικής και νομισματικής πολιτικής, η δεύτερη ξεπερνιέται μόνο μεσο-μακροπρόθεσμα με την συστηματική εφαρμογή μίας οικονομικής πολιτικής που επιτρέπει και διευκολύνει υψηλούς αναπτυξιακούς ρυθμούς. Στην οικονομία το κριτήριο που χωρίζει το «βραχυπρόθεσμο» από το «μακροπρόθεσμο» είναι η δημιουργία νέου παραγωγικού δυναμικού. Στην οικονομική συγκυρία της ύφεσης, όπου  οι παραγωγικές μονάδες έχουν μειώσει την δραστηριότητά τους λόγω περιορισμένης ζήτησης,  με αποτέλεσμα να δημιουργείται ανεργία και να προκαλείται κάμψη του συνολικού εισοδήματος, σκοπός της οικονομικής πολιτικής, μέσω της τόνωσης της ζήτησης, είναι να επαναφέρει το ήδη υφιστάμενο παραγωγικό δυναμικό στο προηγούμενο επίπεδο δραστηριότητας ώστε να αυξηθεί και πάλι η απασχόληση και να ανακάμψει το εισόδημα. Αντίθετα, σε περιπτώσεις όπου υπάρχει μακροχρόνια διαρθρωτική ανισορροπία της οικονομίας, λόγω σφαλμάτων της εφαρμοζόμενης οικονομικής πολιτικής, ο χρονικός ορίζοντας της εξισορρόπησης είναι τελείως διαφορετικός γιατί έχει σαν προϋπόθεσή του την αναδιαμόρφωση του παραγωγικού δυναμικού το οποίο, εξ αιτίας των χρόνιων ανισορροπιών και των λανθασμένων «σημάτων» που έλαβε μέσω του μηχανισμού των τιμών, διαμόρφωσε τομείς πρόσκαιρα μεν κερδοφόρους, σε βάθος χρόνου δε απόλυτα απαξιωμένους και μη βιώσιμους. Μία τέτοιου είδους κρίση είναι αυτή που πλήττει σήμερα την οικονομία των ΗΠΑ. Προκύπτει κυρίως από την υπερχρέωση των αμερικανικών νοικοκυριών (από τον ιδιαίτερα επιβαρυμένο με δανειακές υποχρεώσεις –νοητό- ισολογισμό τους, εξ ου και ο όρος balance sheet crisis)[15]. Σε μία τέτοιου είδους οικονομική ανισορροπία η εφαρμογή ενός επιθετικού μίγματος οικονομικής πολιτικής κεϋνσιανής έμπνευσης είναι και πάλι απαραίτητη, όχι όμως για να επαναφέρει την οικονομία σε επίπεδο πλήρους απασχόλησης αλλά απλά για να αποτρέψει μία πολύ μεγαλύτερη πτώση της οικονομικής δραστηριότητας. Η επιστροφή σε συνθήκες πλήρους απασχόλησης είναι μία μακροχρόνια, και επισφαλής, διαδικασία, που πιστεύεται πως μπορεί να ολοκληρωθεί μόνο όταν η λειτουργική ισορροπία έχει αποκατασταθεί, (δηλαδή, όσον αφορά τις ΗΠΑ, όταν οι φορείς της οικονομίας έχουν αποπληρώσει σε μεγάλο βαθμό το χρέος τους  και έχουν απαλλάξει το ισοζύγιό τους από τις υπερβολικές επιβαρύνσεις).

Την Ελλάδα αφορά αυτή η δεύτερη περίπτωση, της διαρθρωτικής ανισορροπίας, και όχι η πρώτη, της απλής ύφεσης. Με δύο μικρές διαφοροποιήσεις όμως: πρώτον ότι το πρόβλημα είναι τόσο μεγάλο ώστε δεν θα πρέπει να μιλάμε απλά για διαρθρωτική ανισορροπία αλλά μάλλον για διαρθρωτική κατάρρευση και, δεύτερον ότι, με δεδομένο το διάτρητο ισοζύγιο του δημόσιου τομέα ουδέ κατ’ ελάχιστον υφίσταται η δυνατότητα για εφαρμογή κεϋνσιανής πολιτικής που θα απομείωνε τις αναταράξεις. Πέραν αυτών, πάντως, τα προβλήματα στην Ελλάδα και στις ΗΠΑ, παρά την διαφορά κλίμακας όσον αφορά την έντασή τους, παρουσιάζουν ισχυρές αναλογίες. Κυριότερη όλων είναι πως σε αμφότερες τις περιπτώσεις η κρίση αποκάλυψε στους πολίτες και των δύο χωρών ότι στην πραγματικότητα ήταν πολύ λιγότερο πλούσιοι απ’ ότι νόμιζαν ότι είναι. Στην μεν περίπτωση των ΗΠΑ γιατί οι οικίες και οι πιστωτικοί τίτλοι που αποτελούσαν το ενεργητικό του χαρτοφυλακίου των νοικοκυριών αντιστοιχούσαν σε πολύ χαμηλότερη μελλοντική ροή εισοδήματος απ’ ό,τι αυτά πίστευαν όταν χρεωνόντουσαν για να τα αποκτήσουν, στην δε περίπτωση της Ελλάδας διότι οι προσδοκίες κερδοφορίας των «επενδύσεων» που έλαβαν χώρα στην περίοδο 1999-2009 ήταν παντελώς ανεδαφικές διότι θεώρησαν την παροδική έξαρση των καταναλωτικών μεγεθών στην αγορά, που πήγαζε από τα δανεικά, ως διαρκή αναβάθμιση του επιπέδου εισοδήματος που οφειλόταν στην «ανάπτυξη». Ως συνέπεια της λανθασμένης «ανάγνωσης» των οικονομικών δεδομένων η συμπεριφορά των «οικονομούντων ατόμων» δεν ήταν αριστοποιητική, ούτε στην μία ούτε στην άλλη περίπτωση. Αποτέλεσμα ήταν να διογκωθούν κάποιοι τομείς της οικονομίας σε σημείο που να μην είναι πλέον μεσο-μακροπρόθεσμα βιώσιμοι (κυρίως στις υπηρεσίες και στις κατασκευές), ενώ άλλοι (οι άμεσα παραγωγικοί) να παραμένουν σε επίπεδα που υπολείπεται του μακροχρόνια άριστου μεγέθους τους – εξ ού και το σημαντικό εμπορικό έλλειμμα και στις δύο περιπτώσεις. Αυτό όμως σημαίνει ότι η αναπροσαρμογή της οικονομίας απαιτεί «καταστροφή» του πλεονάζοντος δυναμικού στους υπερ-διογκωμένους τομείς και επενδύσεις στους «ατροφικούς». (Η, διαζευκτικά, συνολική ανατροπή του υποδείγματος κατανάλωσης της οικονομίας). Υπό ομαλές συνθήκες, και με τους πιο μετριοπαθείς υπολογισμούς, αυτή η διαδικασία υπολογίζεται ότι μπορεί να ολοκληρωθεί στις ΗΠΑ περί το 2020[16]. Στην Ελλάδα, όπου το πρόβλημα είναι πολύ σοβαρότερο και όπου απουσιάζει από την οικονομία κάθε στοιχείο ενδογενούς αναπτυξιακής δυναμικής, είναι αστειότητα να ισχυρίζεται κανείς ότι η κρίση μπορεί να ξεπερασθεί σε βραχύ χρονικό διάστημα ως αποτέλεσμα κάποιας «εναλλακτικής πολιτικής».

¨Όπως στις ΗΠΑ έτσι και στην Ελλάδα, το βαρόμετρο για την πορεία εξόδου από την κρίση είναι ένα και πολύ συγκεκριμένο: πρόκειται για το ισοζύγιο εξωτερικών συναλλαγών (και το εμπορικό ισοζύγιο). Εάν η Ελλάδα είχε ένα ισοσκελισμένο ή πλεονασματικό ισοζύγιο στην δεκαετία 1999-2009 δεν θα είχε κανένα λόγο να προσφεύγει στον εξωτερικό δανεισμό, ο οποίος τελικά την κατέστρεψε. Παρουσίαζε όμως ένα γιγαντιαίο έλλειμμα, όπως επίσης μεγάλο έλλειμμα, αν και μικρότερο από το ελληνικό, παρουσίαζαν και οι άλλες χώρες της ευρωζώνης που πλήττονται σήμερα από την κρίση[17]. Τροφοδότης του ελλείμματος αυτού ήταν και είναι η μεγάλη απόκλιση που υφίσταται ανάμεσα στις καταναλωτικές ροπές και στις παραγωγικές δυνατότητες της ελληνικής κοινωνίας (απόκλιση που στις πλεονασματικές χώρες όπως η Γερμανία έχει αντίθετο πρόσημο). Η αναπόφευκτη ευθυγράμμιση της κατανάλωσης με την παραγωγή μπορεί να γίνει με διάφορους τρόπους. Ένας από αυτούς είναι η αύξηση της παραγωγής, άλλος είναι η μείωση της κατανάλωσης και τρίτος είναι η ταυτόχρονη μείωση και της παραγωγής και της κατανάλωσης. Μόνο που αυτός ο τρίτος, που δυστυχώς σήμερα μοιάζει να είναι εξαιρετικά πιθανός, συμβαδίζει με το ενδεχόμενο να κατέλθει σταδιακά η Ελλάδα από το επίπεδο της χώρας με το δυνητικό ΑΕΠ των 200 δισεκατομμυρίων ευρώ στο επίπεδο της χώρας με πραγματικό ΑΕΠ 100 δισεκατομμυρίων.       Αν και βρισκόμαστε ακόμη στην καρδιά της πρώτης περιόδου της κρίσης, τα μέχρι στιγμής δεδομένα δεν είναι ιδιαίτερα ενθαρρυντικά: παρά την κάμψη του διαθέσιμου εισοδήματος κατά 12%, το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών ως ποσοστό του ΑΕΠ εξακολουθεί να βρίσκεται σχεδόν στο ίδιο επίπεδο που βρέθηκε σε όλη την δεκαετία της παρανοϊκής οικονομικής συμπεριφοράς και εκτιμάται ότι θα είναι 8,5% για το 2011 (ενώ ήταν περίπου 10% σε όλη την δεκαετία). Η κατακόρυφη μείωση του εισοδήματος, έστω και αν λόγω της παραμονής της χώρας στο ευρώ δεν συνοδεύεται από συναλλαγματική υποτίμηση, θα έπρεπε να είχε επιφέρει μείωση των εισαγωγών όχι μόνο απόλυτα αλλά και ποσοστιαία, εξ αιτίας του γεγονότος ότι η αλλαγή εισοδηματικού επιπέδου για το κοινό θα διαφοροποιούσε το «καλάθι» της κατανάλωσής του, μειώνοντας την συμμετοχή σε αυτό κάποιων αγαθών πολυτελείας που καθ’ υπόθεσιν εισάγονται κυρίως από το εξωτερικό, και αυξάνοντας την συμμετοχή «αναγκαίων» αγαθών που θεωρητικά παράγονται σε μεγαλύτερο ποσοστό στην Ελλάδα. Κάτι τέτοιο όμως δεν έγινε και έτσι, παρά την κρίση, ο Έλληνας καταναλωτής συνεχίζει να πληρώνει για τομάτες Ολλανδίας ένα, αναλογικά με το εισόδημά του, σταθερό ποσοστό. Η «λογιστική» ερμηνεία για την ανελαστικότητα αυτή είναι ότι η εκτεταμένη βοήθεια που προσφέρει η ΕΚΤ προς το ελληνικό τραπεζικό σύστημα, διαχεόμενη στην οικονομία, επιτρέπει την συνέχιση των εισαγωγών σε σχεδόν σταθερή αναλογία προς το ονομαστικό ΑΕΠ[18]. (Η συγκεκριμένη βοήθεια –απόλυτα αφανής και άγνωστη στο ευρύ κοινό- ανερχόμενη σε ποσό που ξεπερνάει τα 75 δισεκατομμύρια ευρώ από την αρχή της κρίσης, εάν προστεθεί, αφ’ ενός στο άγνωστο ποσό που έχει διαθέσει επίσης η ΕΚΤ για να αγοράσει ελληνικά ομόλογα από την δευτερογενή αγορά και, αφ’ ετέρου στις δόσεις του Μνημονίου, ανεβάζουν την μέχρι τώρα δαπάνη της προσπάθειας διάσωσης της ελληνικής οικονομίας σε πραγματικά αστρονομικά ύψη).

Η «πολιτική» ερμηνεία όμως της ανελαστικότητας των εισαγωγών είναι ότι η Ελλάδα, ακόμη και στις πιό δυσκολες στιγμές της, δεν μπορεί να στηριχθεί στις δικές της δυνάμεις. Η άλλη όψη της ανελαστικότητας των εισαγωγών είναι η έλλειψη κάθε «ευελιξίας» από την πλευρά των Ελλήνων παραγωγών οι οποίοι θα έπρεπε, εκμεταλλευόμενοι και τις παράλληλες αλλαγές όπως η «ελαστικοποίηση» της αγοράς εργασίας, να αυξάνουν το ποσοστό κάλυψης της εσωτερικής αγοράς από τους ίδιους για να μπορούν έτσι να διατηρούν σταθερό, σε απόλυτους αριθμούς, το επίπεδο της παραγωγής τους. Η αδυναμία τους αυτή όμως ισοδυναμεί με αναπτυξιακή αναπηρία της χώρας διότι η μείωση της κατανάλωσης ως συνέπεια της κρίσης χρέους δεν αντιρροπείται από κάποιας μορφής ανακατανομή των μεριδίων της ελληνικής και της ξένης παραγωγής στην, έστω και συρρικνούμενη, εσωτερική αγορά. Μέχρις στιγμής η ελληνική οικονομία, με εξαίρεση την μικρή αύξηση των εξαγωγών, δεν έχει δείξει την απαιτούμενη «ευελιξία» απάντησης στην κρίση. Ως εκ τούτου το έλλειμμα του ισοζυγίου εξωτερικών συναλλαγών, όσο παραμένει στα αδιανόητα τρέχοντα υψηλά επίπεδα, όχι μόνο θα σηματοδοτεί αλλά και θα τροφοδοτεί την διαρκή οπισθοχώρησή της, λειτουργώντας ως μία «μαύρη τρύπα» που απορροφά και καταστρέφει συνεχώς παραγωγικό δυναμικό. Το ανελαστικό εξωτερικό έλλειμμα είναι ένας αδηφάγος pacman στα σωθικά της ελληνικής οικονομίας που καταβροχθίζει ασταμάτητα εισόδημα και θέσεις εργασίας

Η λύση στο ελληνικό πρόβλημα εξαρτάται από τις αποφάσεις και την συμπεριφορά της Ευρώπης ή των ίδιων των Ελλήνων;

Παρά τις (απίστευτες) νεοφανείς κατηγορίες εναντίον των Ευρωπαίων ότι  φταίνε δυό φορές για την κρίση, διότι εκτός όλων των άλλων που μας κάνουν αποφεύγουν κιόλας να μας «αναπτύξουν»(!!!), η δημιουργία των «ικανών» συνθηκών για την ανάπτυξη  της ελληνικής οικονομίας αποτελεί ευθύνη και υποχρέωση μόνο των Ελλήνων  πολιτών και κανενός άλλου. Πρώτο και απαραίτητο βήμα στην προσπάθεια αναπτυξιακής εξυγίανσης είναι η εκτίμηση της κατάστασης αντικειμενικά και ειλικρινά, χωρίς ψεύδη, δημαγωγίες, ευχολόγια και στρουθοκαμηλισμούς. Αυτό σημαίνει να ξέρει κανείς πως η προσπάθεια που θα απαιτηθεί θα είναι ηρακλείων διαστάσεων αλλά και ότι σε περίπτωση αποτυχίας το τίμημα θα είναι τρομερό. Επί παραδείγματι, οι περισσότερες από τις επιχειρήσεις του τριτογενούς τομέως που έκλεισαν δεν θα ανοίξουν ποτέ ξανά, τουλάχιστον με το ίδιο αντικείμενο-όσες πολιτευτικές υποσχέσεις και άν λάβουν οι ατυχείς ιδιοκτήτες τους και οι ακόμη ατυχέστεροι υπάλληλοί τους. Και για τους μεν και για τους δε υπάρχουν μόνο δύο δυνατότητες: η πρώτη είναι πως δεν θα καταφέρουν να κάνουν τίποτε άλλο και πως θα παραμείνουν στην ανεργία, στην φτώχεια και στην ανέχεια. Αυτή η περίπτωση συνδέεται άμεσα με το γενικότερο ενδεχόμενο το συνολικό ΑΕΠ της χώρας να μειωθεί σταδιακά από τα 200 στα 100 δισεκατομμύρια ευρώ, και να γίνει η Ελλάδα κάτι σαν την Βουλγαρία και την Ρουμανία (με σαφώς όμως πιο παρακμιακό ύφος και πολύ μεγαλύτερα προβλήματα εθνικής ασφάλειας). Η δεύτερη δυνατότητα για τους ατυχήσαντες επιχειρηματίες και τους πραγματικά άτυχους εργαζόμενους τους είναι να καταφέρουν σύντομα να ασχοληθούν σε κάτι πιό παραγωγικό, δηλαδή σε κάτι που είτε στον πρωτογενή, είτε στον δευτερογενή, είτε στον τριτογενή τομέα της οικονομίας ή θα εξάγει το προϊόν του ή θα υποκαθιστά με αυτό εισαγωγές. Σε τούτη την δεύτερη περίπτωση η Ελλάδα θα καταφέρει να παραμείνει μία χώρα με ΑΕΠ στο επίπεδο των 200 δισεκατομμύριων ευρώ και θα αρχίσει σιγά-σιγά να αναπτύσσεται (κανονικά, ίσως, την φορά αυτή). Μόνο που δεν είναι εμφανές ποιός μπορεί να είναι ο πρωταγωνιστής αυτής της οικονομικής αναζωογόνησης. Από την μία πλευρά ο υπάρχων «επιχειρηματικός κόσμος» της Ελλάδας, στο μεγαλύτερο ποσοστό του, ανήκει σε μία άλλη πραγματικότητα και σε μία άλλη εποχή και μάλλον συνεχίζει να ονειρεύεται τον «σωτήρα» που θα φέρει ξανά «αναπτυξιακές» πολιτικές για «να πέσει χρήμα στην αγορά» και «να ανοίξουν πάλι τα μαγαζιά». Από την άλλη, οι ξένοι επενδυτές, εκτός βεβαίως των περιπτώσεων που έχουν σχέση με τον ήλιο και την θάλασσα, θα προτιμήσουν να πάνε να επενδύσουν στο Αφγανιστάν ή στην Σομαλία παρά στην χώρα μας. Με την έννοια αυτή η μόνη, ισχνή, ελπίδα ανάπτυξης (και σωτηρίας) της ελληνικής οικονομίας επαφίεται στην ανάδυση μίας κατηγορίας νέων επιχειρηματιών τους οποίους δεν θα συνδέει με το παρελθόν κανένας ομφάλιος λώρος, και γι’ αυτό δεν θα αναμένουν να δημιουργήσει για χάρη τους το κράτος δυνατότητες κερδοφορίας, μέσω περιορισμών της οικονομικής ελευθερίας, όπως συνέβαινε παγίως, και στην συνέχεια να τους τις προσφέρει, στο πλαίσιο μίας κατ’ ευφημισμόν «αναπτυξιακής πολιτικής». Το κρίσιμο ερώτημα εδώ είναι: έχει την δυνατότητα η σημερινή ελληνική κοινωνία να αναδείξει μία τέτοια νέα, δυναμική και ελεύθερη επιχειρηματικότητα; (Πολύ αμφίβολο αλλά ποτέ κανείς δεν πρέπει να παύει να ελπίζει και να προσπαθεί).

Πριν όμως την επίλυση (ή όχι) του μακροχρόνιου αναπτυξιακού προβλήματός της, η ελληνική κοινωνία θα πρέπει να επιλύσει το άμεσο και βραχυπρόθεσμο της επαπειλούμενης χρεοκοπίας της. Η τραγική απαξίωση στην συλλογική συνείδηση των τερατωδώς μεγάλων ποσών που μέχρι σήμερα, αναλώμασι των Ευρωπαίων φορολογουμένων, έχει διαθέσει η ΕΕ στην προσπάθεια διάσωσης της ελληνικής οικονομίας, υποκρύπτει μία τεράστια παρεξήγηση οι συνέπειες της οποίας μπορεί να είναι τραγικές. Ο ελληνικός λαός, παρασυρμένος και από όλο το εύρος του πολιτικού φάσματος (το οποίο βρίσκεται σε μόνιμη διάσταση με την πραγματικότητα), θεωρεί ότι η ευρωπαϊκή βοήθεια αποσκοπεί στο να μας επιτρέψει να συνεχίσουμε να ζούμε και στο μέλλον όπως ζήσαμε στο πρόσφατο παρελθόν. (Πιστεύει μάλιστα ότι αυτό αποτελεί κάτι σαν «κατακτημένο δικαίωμα» και εκεί βρίσκεται και ο λόγος για τον οποίον η βοήθεια μας φαίνεται λίγη και αντιδρούμε με θυμό και οργή-τα λεφτά είναι λίγα!). Η πραγματικότητα βέβαια είναι ότι το 20% επιπλέον αυτού που παράγουμε (δηλαδή 10% μέσω του σταθεροποιητικού προγράμματος και άλλα 10%, τουλάχιστον, μέσω της αφανούς χρηματοδότησης των ελληνικών τραπεζών), ποσό που εξακολουθεί, παρά το αναξιόχρεό μας, και μας παρέχει η ΕΕ, αποσκοπεί ακριβώς στο αντίθετο, δηλαδή στο να υποβοηθήσει τον άμεσο παραγωγικό μετασχηματισμό της ελληνικής οικονομίας. Όσο αυτή η επικίνδυνη παρεξήγηση συνεχίζεται, και ο ελληνικός λαός δεν ειδοποιείται από κανέναν από τους εγχώριους διαμορφωτές της κοινής γνώμης, αλλά και δεν προσπαθεί μόνος του να καταλάβει τι συμβαίνει, η πιθανότητα μίας καταστροφικής κρίσης γίνεται όλο και μεγαλύτερη. Είτε έσωθεν  (λόγω της πλήρους αποδιάρθρωσης και διάλυσης των κοινωνικών λειτουργιών), είτε έξωθεν (με πιθανή αφορμή κάποια έξαρση της κρίσης τύπου Lehman Brothers), υπάρχει πάντα η πιθανότητα ενός «ξαφνικού θανάτου» της ελληνικής οικονομίας. Η συλλογική προσπάθεια όλων θα έπρεπε να ήταν η ελαχιστοποίηση της πιθανότητας αυτής και όχι η μεγιστοποίησή της, όπως συμβαίνει τώρα.

Τα σφάλματα και οι ιστορικές αστοχίες βαρύνουν την κοινωνία εν συνόλω, και όχι κάποιους μεμονωμένους ηγέτες ή πολιτικούς. Άλλωστε ο ελληνικός λαός φρόντισε με ιδιαίτερη σχολαστικότητα στην διάρκεια δεκαετιών να δημιουργήσει την ηγεσία του κατ’ εικόνα και ομοίωσή του. Η σημερινή κρίση είναι συνέπεια σωρευτικών συλλογικών λαθών και παρανοϊκών επιλογών και πράξεων μίας μακράς περιόδου. Η χώρα εισήλθε το 1981 στην ΕΟΚ σε λάθος χρόνο, με λάθος τρόπο και κυρίως με τελείως λανθασμένη αντίληψη, συνεπαρμένη από την ανατριχίλα μίας ακραία φαιδρής σωτηριολογίας (Ο «Μεγάλος Ευρωπαίος» λατρεύεται και τιμάται αδιάπτωτα από τους θεράποντές του!). Κινήθηκε εντός αυτής ως κλασσικός free rider, με αποτέλεσμα την λειτουργική οπισθοδρόμηση αντί του εκσυγχρονισμού της. Στην συνέχεια αποφάσισε να εισέλθει στην ευρωζώνη, κάτι που μία στοιχειώδης κατανόηση του τρόπου λειτουργίας της οικονομίας της (αλλά και της οικονομικής θεωρίας) θα έπρεπε να είχε αποτρέψει. Για να το πετύχει αυτό, πάντως, διαμόρφωσε τα δεδομένα σύμφωνα με την γνωστή μέθοδο των Greek statistics. (Και σιγά μη μας εμπόδιζαν τα στοιχεία). Εντός της ευρωζώνης συμπεριφέρθηκε με τον πλέον βλακώδη και αυτοκαταστροφικό τρόπο, δανειζόμενη άμετρα για να καταναλώνει ακαλαίσθητα, χωρίς φυσικά να δίνει δεκάρα για τις υποχρεώσεις της έναντι των εταίρων της και για τους κινδύνους που δημιουργούσε για όλο το σύστημα, στο οποίο είχε γίνει δεκτή κατά ευγενική παραχώρηση. Σήμερα που βρίσκεται μπροστά στην καταστροφή δεν απασχολείται καθόλου να την αποφύγει αλλά αναλώνεται στο να ελεεινολογεί τους άμοιρους Ευρωπαίους τους οποίους –τελείως παρανοϊκά- θεωρεί υπεύθυνους για το χάλι της. Την ίδια στιγμή όμως, σε μία κλασσική εκδήλωση του φαινομένου της διπολικής διαταραχής, ευελπιστεί και εύχεται ότι αυτοί οι ίδιοι οι δήμιοι της θα την χρηματοδοτήσουν αφειδώς με ΕΣΠΑ, θα εκδώσουν ευρωομόλογα για να έχουν να την διασώζουν και στο μέλλον από χρεοκοπίες και γενικά θα κάνουν οτιδήποτε περνάει από το χέρι τους για να μην ξεβολευτεί από τις ανέσεις που με τόσο κόπο έχει κατακτήσει στα πλαίσια της «ευρωπαϊκής πορείας» της. Το ερώτημα είναι εάν, αυτή την ύστατη στιγμή, με την βοήθεια και του ενστίκτου αυτοσυντήρησης, την θέση όλου αυτού του παραλογισμού δεκαετιών είναι δυνατόν να πάρει η κοινή λογική.

Δημήτρης Α. Ιωάννου-ΣΠ Α΄

Οκτώβριος 2011

[1] Βλ.  Figure 4, p. 11 στο Carmen M. Reinhart and Kenneth S. Rogoff, “This Time is different: A Panoramic View of Eight Centuries of Financial Crises”, NBER, 16 April 2008. Επίσης στο ίδιο, σελ. 9: “….contrary to much contemporary opinion domestic debt constituted an important part of government debt in most countries, including emerging markets, over most of their existence…”.
[2] “Greece’s default in 1826 shut it out from international capital markets for 53 concecutive years”. ο.π. p. 82.

[3] «Δάγκωσε πιο δυνατά» σύμφωνα με την ιδιόλεκτο του κλάδου.

[4] Επειδή δε εθνικό καθήκον είναι να λέγεται πάντα η αλήθεια, ακόμη και αν αφορά την πνευματική κατάσταση του έθνους, δεν μπορεί να μην παρατηρήσει κανείς ότι σε μία μόνο δεκαετία η Ελλάδα βίωσε δύο φαινόμενα συλλογικής παράκρουσης, με εξαιρετικά δυσάρεστη κατάληξη και στις δύο περιπτώσεις. Πρώτα την “φούσκα” του χρηματιστηρίου, στην οποία οι ¨Έλληνες είχαν πιστέψει ότι μπορεί να γίνουν όλοι πάμπλουτοι, χωρίς να δουλεύει κανείς τους, απλά πουλώντας ο ένας στον άλλον χαρτιά. Και δεύτερον την “φούσκα” του ευρώ και των Ολυμπιακών Αγώνων, όπου πίστεψαν, και πάλι, ότι μπορούν να πετύχουν το ίδιο ανοίγοντας όλοι ταυτοχρόνως καταστήματα με εισαγόμενη είδη ιματισμού, καφετέριες ή «εταιρείες» «δημοσίων σχέσεων».

[5] Βλ. Gros Daniel, “From Pain to Gain on the EU Frontier”, Project Syndicate, 25 August 2001.

6 Γλαφυρή απόδειξη τούτου είναι και η οικονομία των ΗΠΑ που για πολλά χρόνια κινήθηκε στο επίπεδο του 65%, με αποτέλεσμα να βρίσκεται σήμερα μπροστά σε μία βαθιά κρίση. (Όχι βέβαια τόσο βαθιά όσο της Ελλάδας). Βλ. Michael Spencee, “Closing America’s Growth Deficit”, Project Syndicate, 23 September 2011.

[7] Αυτό είναι που διακηρύσσουν κάποιοι απίστευτοι αφελείς, και από τα δύο άκρα του ιδεολογικού φάσματος, πολλές φορές και με ακαδημαϊκούς τίτλους, δυσφημώντας με τον χειρότερο τρόπο τον μεγαλύτερο οικονομολόγο του 20ου αιώνα, ο οποίος φυσικά ουδεμία ευθύνη φέρει για την βλακεία όσων επικαλούνται το όνομά του.

[8] Αυτός είναι άλλωστε και ο λόγος για τον οποίον οι εκτιμήσεις του ΔΝΤ για την κάμψη του εισοδήματος στην Ελλάδα υπήρξαν τόσο άστοχες. Οι επιτελείς του εξετάζοντας την ελληνική περίπτωση με  κλασσικά μηχανιστικό και δογματικό τρόπο έβγαλαν από «το κουτί των εργαλείων» τους (toolkit) έναν κλασσικό πολλαπλασιαστή  δημόσιας δαπάνης χωρίς να αντιλαμβάνονται ότι στην συγκεκριμένη περίπτωση υπήρχε ένα τελείως διαφορετικό πρόβλημα μακροχρόνιων δομικών ανισορροπιών που καταρρέουν. Η αδυναμία τους αυτή να αντιληφθούν είναι ορατή και στις προ της κρίσεως εκθέσεις τους για την Ελλάδα όπου δεν είχαν διαβλέψει τα επερχόμενα και ανακύκλωναν τις γνωστές κοινοτυπίες.

[9] Αυτή η αναλογία «διεθνώς μη εμπορευσίμων» προς «διεθνώς εμπορεύσιμα», της τάξεως του 4 προς 1, η οποία χαρακτηρίζει την χώρα μας, θα πρέπει να συγκριθεί με τις χώρες του αναπτυγμένου κόσμου όπου κυμαίνεται μεταξύ 2,5 προς 1, στην «υποδειγματική» περίπτωση της Γερμανίας και 3,5 προς 1 στην «προβληματική» περίπτωση των ΗΠΑ -όπου η κακοδαιμονία της οικονομίας της, πολύ συχνά, αποδίδεται ακριβώς στην διόγκωση των «διεθνώς μη εμπορευσίμων». Εν τούτοις, η οικονομική θεωρία (Baumol effect) διδάσκει –και η στατιστική μέτρηση επιβεβαιώνει- ότι ο τομέας των «διεθνώς μη-εμπορευσίμων» πρέπει να είναι αναλογικά μεγαλύτερος στις οικονομίες με υψηλότερη παραγωγικότητα. Δηλαδή, εάν η ελληνική οικονομία ήταν διαρθρωτικά «υγιής», και δεδομένης της χαμηλότερης παραγωγικότητάς της, θα έπρεπε να χαρακτηρίζεται από μία σχέση μεταξύ των δύο τομέων που θα ήταν μικρότερη ακόμη και από το 2,5 προς 1 της Γερμανίας. Αυτό που, στην ελληνική οικονομία, κρύβεται πίσω από την συρρίκνωση του τομέα των «διεθνώς εμπορευσίμων» είναι η γιγάντωση του παρασιτισμού.

[10] Βλ. τον σχετικό πίνακα στο T. Barnebeck Andersen, M. Barslund, D. Gros, “Can Greece grow solvent?”, CEPS Commentary, 8 September 2011. Στοιχεία για τον θηριώδη γιγαντισμό του ελληνικού εμπορίου και τις παραμορφώσεις στην οικονομία βλ. στο “Unleashing Greece’s medium-term growth potential”, Greece economic & market analysis, National Bank of Greece, November 2010. Για τις σχέσεις «διεθνώς μη εμπορευσίμων» και «διεθνώς εμπορευσίμων» στην ελληνική οικονομία στην διάρκεια της ΟΝΕ βλ. Δ. Ιωάννου, «Χρονικόν μεγάλης πλαναισθησίας», Δελτίο ΚΑΣ αρ. 70, Μάρτιος 2011.

[11] Ισχυριζόμενοι ότι αυτό θα έλεγε και ο Κέυνς!

[12] Στην περίπτωση αυτή δεν θα επρόκειτο μόνο για μέτρο οικονομικής αποτελεσματικότητας αλλά και για μέτρο κοινωνικής δικαιοσύνης. Επίσης για μέτρο πολιτικής αποδοτικότητας: καμμία φαύλη κυβέρνηση στο μέλλον δεν θα ασχοληθεί να καταργήσει το ΑΣΕΠ στην πράξη, όπως συνέβη ήδη, εφ’ όσον θα γνωρίζει ότι τα διορισμένα κομμματόσκυλα δεν θα μακροημερεύσουν στο δημόσιο.

[13] Αν και στον μεσαίωνα η σχετική διαδικασία ήταν αξιοκρατική γιατί ο ενδιαφερόμενος μετά από μία μακρά περίοδο μαθητείας ως κάλφας εισερχόταν στην συντεχνία των μαστόρων μόνο εάν επετύγχανε σε αυστηρές εξετάσεις, στις οποίες μεταξύ άλλων  έπρεπε να παρουσιάσει και το «αριστούργημά» του (masterpiece). Αντίθετα, οι άδειες των «κλειστών επαγγελμάτων» μοιράσθηκαν στην δεκαετία του 1950 δωρεάν στους πολιτικώς ορθοφρονούντες για να τους ανταμείψουν για τα φρονήματά τους.

[14] Διάταξη η οποία φυσικά σε καμία περίπτωση δεν ισοδυναμεί με πλήρη αδυναμία άσκησης αντικυκλικής πολιτικής όπως ανακριβέστατα ισχυρίζονται οι υπέρμαχοι της κρατικής ασυδοσίας. Όλως αντιθέτως, μόνο όταν έχεις πολύ χαμηλό δημόσιο χρέος ή μπορείς να δημιουργήσεις πλεονάσματα στις περιόδους ανόδου του οικονομικού κύκλου, έχεις και την δυνατότητα ρυθμιστικών παρεμβάσεων τόνωσης της ζήτησης σε περιόδους κάμψης. Βλ. Laurence Seidman, “Keynesian fiscal stimulus: what we have learned from the Great Recession?”, working paper no 2011-11, University of Delaware, August 2011. Δοθέντος δε ότι η Ελλάδα δεν θα μπορούσε ούτως ή άλλως να «επιστρέψει στις αγορές» για μερικές δεκαετίες, η μόνη δυνατότητα να ασκεί στο ορατό μέλλον, όταν αυτό είναι απαραίτητο, αντικυκλική πολιτική, είναι, αφού πρώτα ρυθμίσει το θέμα του χρέους της, να δημιουργήσει ένα sovereign fund στο οποίο θα συγκεντρώνει μέρος από τα ποσά των πλεονασματικών χρήσεων ως ασφάλεια για τις  «βροχερές μέρες».

[15] Η υπερχρέωση όμως που επιφέρει την ανισορροπία μπορεί να αφορά και τον επιχειρηματικό τομέα, όπως στην Ιαπωνία (βλ. Koo Richard, “The Holy Grail of Macroeconomics: Lessons from Japan’s Great Recession”, Wiley, 2009) ή, φυσικά, και το κράτος.

16] Βλ. Adda Jacques, “Etats-Unis: pourquoi l’ emploi ne repart pas”, Alternatives Economiques, no 305, septembre 2011.

[17] Η οποία συνεπώς θεωρείται ως μία κρίση εξωτερικού ισοζυγίου που οφείλεται στην δομική ασυμμετρία της ευρωζώνης. Χώρες με διαφορετικά επίπεδα εισοδήματος και διαφορετικούς οικονομικούς κύκλους δεν μπορούν να έχουν την ίδια νομισματική πολιτική και το ίδιο νόμισμα. Βλ.Delong Brad, “The Euro Crisis Is, at Its Heart, Not a sovereign Debt Crisis”, http://delong.typepad.com/sdj/2011/09/the-euro-crisis-is-at-its-heart-not-a-sovereign-debt-crisis.html.

18. Βλ. Aaron Tornell and Westermann Frank, “Greece: the sudden stop that wasn’t”, Vox, 28 September 2011 και όλη την σχετική συζήτηση-αρθογραφία για το σύστημα TARGET.

No comments:

Post a Comment