Toυ Ιωαννη
Ληξουριωτη*
(Σημ. του blog. Με τις απόψεις του συγγραφέα δεν είναι
απαραίτητο να συμφωνεί κάποιος. Πολύ περισσότερο με την κριτική που ασκεί σε
όσους διαφωνούν μαζί του. Είναι απλώς ενδεικτικές μιας μερίδας, μειοψηφικής στο
πολιτικό σκηνικό, η οποία υποστηρίζει την απελευθέρωση της αγοράς εργασίας σαν
απάντηση στο πρόβλημα της ανεργίας. Στο συγκεκριμένο άρθρο και προς το τέλος
του δίνει την πρόταση για της αναθεώρηση του μηχανισμού των αμοιβών.)
Η εκάστοτε ηγεσία
του υπουργείου Εργασίας, «δειλή, μοιραία και άβουλη αντάμα», χωρίς να
αναπτύσσει την παραμικρή σοβαρή πρωτοβουλία και χωρίς καμία διάθεση να
διατυπώσει εναλλακτικές λύσεις, συνεχίζει το παιχνίδι του «χαλασμένου
τηλέφωνου» μεταφέροντας διαστρεβλωμένα προς τους κοινωνικούς εταίρους και τον
ελληνικό λαό τις προτάσεις της τρόικας. Από την πλευρά τους, οι «κοινωνικοί
εταίροι», με ελάχιστες εξαιρέσεις, εμφανίζονται κατώτεροι των περιστάσεων και
«ξαφνιάζονται» κάθε φορά που η τρόικα επανέρχεται και «σκουντάει» την κυβέρνηση
να λάβει μέτρα για τα εργασιακά, αρκούμενοι να θέτουν «κόκκινες γραμμές» και να
τα βάζουν με τους δανειστές μας, τη στιγμή που οι ίδιοι, ως εκπρόσωποι των
παραγωγικών τάξεων, επί σχεδόν δύο χρόνια δεν έχουν πάρει την παραμικρή
πρωτοβουλία για να διαμορφώσουν συναινετικά τις λύσεις που θεωρούν
αποτελεσματικές για την άρση των αδιεξόδων στο εργασιακό πεδίο.
Τέλος, τα κόμματα
και οι πολιτικοί συνεχίζουν να επαληθεύουν αδιάκοπα και επίμονα την ανικανότητά
τους να προσεγγίσουν με σοβαρότητα οποιοδήποτε από τα δομικά προβλήματα του
τόπου. Το χειρότερο είναι ότι δεν βλέπουν σαν εχθρό τους τα ίδια τα προβλήματα,
αλλά την τρόικα που τους τα επισημαίνει και ταράζει τη γαλήνη τους με τις
«απάνθρωπες» απαιτήσεις της. Έτσι, για παράδειγμα, η κ. Δαμανάκη διακήρυξε ότι
λύθηκε το πρόβλημα των εργασιακών σχέσεων, αποκαλύπτοντάς μας ότι «μετά τη
μάχη» που έδωσε στην Κομισιόν, οι δανειστές μας δεν απαιτούν πλέον την
κατάργηση του κατώτατου μισθού. Οι πολιτικοί φτιάχνουν τους εχθρούς και στη
συνέχεια τους κατατροπώνουν. Το χειρότερο είναι ότι πολλοί από αυτούς το
πιστεύουν κιόλας.
Δυστυχώς, κάθε
σοβαρή προσπάθεια που πάει να γίνει σ’ αυτόν τον τόπο, για να βγουν στην
επιφάνεια τα χρονίζοντα προβλήματα του κράτους, της οικονομίας και της
κοινωνίας και να δρομολογηθεί η επίλυσή τους, πνίγεται μέσα σε στρεβλωτικά
συνθήματα, σε απλουστευτικά σλόγκαν και σε θορυβώδη κονταροχτυπήματα μεταξύ των
«ιπποτών της ελεεινής πολιτικής». Γιατί συμβαίνει αυτό; Γιατί κανείς από τους
αρμόδιους δεν έχει το θάρρος να αναλάβει έγκαιρα την αναλογούσα θεσμική του
ευθύνη και το αντίστοιχο πολιτικό ή συνδικαλιστικό «κόστος». Όταν όμως, έτσι,
φθάνουμε στο «μη παρέκει», τότε οδηγούμαστε στη σπασμωδική λήψη οριζόντιας και
ισοπεδωτικής επιβολής μέτρων. Μάλιστα, πριν καλά καλά αυτά εφαρμοστούν, όλοι,
ακόμη και αυτοί που τα έλαβαν, αρχίζουν να τα καταγγέλλουν εν χορώ ως
αναποτελεσματικά, κατηγορώντας και πάλι την τρόικα ότι τους τα επέβαλε.
Το είδαμε το έργο
αυτό τα δύο χρόνια που πέρασαν αρκετές φορές και δυστυχώς ήδη το ξαναβλέπουμε
και στο εργασιακό. Ολον αυτό τον καιρό τόσο οι «κοινωνικοί εταίροι» όσο και η
Πολιτεία κοροϊδεύουν τα προβλήματα, κοροϊδεύουν την τρόικα και
αλληλοκοροϊδεύονται με μόνο στόχο να μην αλλάξει τίποτε. Το μόνο σημαντικό
θετικό γεγονός ήταν η πρόσφατη θέσπιση της επιχειρησιακής συλλογικής σύμβασης
εργασίας, που και αυτή βγήκε στο φως με επώδυνη εμβρυουλκία. Τώρα, που η αδήριτη
πραγματικότητα δεν αφήνει άλλα περιθώρια καθυστερήσεων, αντί το υπουργείο
Εργασίας και οι κοινωνικοί εταίροι να συναισθανθούν εντέλει τη βαριά ευθύνη
τους και να καθήσουν από κοινού στο ίδιο τραπέζι, με τη σοβαρότητα που τους
πρέπει, ρίχνουν το μπαλάκι ο ένας στον άλλο και οι δύο μαζί μεταθέτουν πάλι την
ευθύνη στην τρόικα: αντί να συζητούν το ίδιο το πρόβλημα, συζητούν για τη
σκληρότητα του δασκάλου που τους έβαλε δύσκολη δουλειά για το σπίτι και
μηχανεύονται σχέδια για να την αποφύγουν.
Τι θα έπρεπε
λοιπόν να συζητήσουν υπουργείο και κοινωνικοί εταίροι και πώς όφειλαν να
ιεραρχήσουν τα προβλήματα; Κατ’ αρχάς να αναγνωρίσουν ότι, παρ’ όλες τις
καλλιεργούμενες ψευδαισθήσεις, εξακολουθούμε να έχουμε την πιο άκαμπτη εργατική
νομοθεσία στην Ευρώπη (π.χ. σε πρόσφατη έρευνα της Bolton Consulting Group βρισκόμαστε στον
πάτο του διεθνούς χάρτη χρήσης της προσωρινής απασχόλησης). Το ότι στον χώρο
της «μαύρης» εργοδοσίας οργιάζουν οι παραβιάσεις της εργατικής νομοθεσίας δεν
αποτελεί άλλοθι για την ύπαρξη της νομοθετημένης ακαμψίας. Η οικονομία και οι
εργασιακές σχέσεις μιας χώρας δεν οργανώνονται με βάση την κάθε είδους μαύρη
αγορά. Ο σοβαρός ξένος επενδυτής δεν θα έλθει στην Ελλάδα ποντάροντας στην
παραβίαση του νόμου.
Τι άλλο θα έπρεπε να μπει στο τραπέζι των
συζητήσεων; Όχι βέβαια ο κατώτατος μισθός του ανειδίκευτου εργάτη, αλλά
γενικότερα η διαδικασία του σχηματισμού της αμοιβής της εργασίας, μια διαδικασία που τις τελευταίες
δεκαετίες λειτουργεί με αυτόματο πιλότο. Πρόκειται για έναν αυτοματισμό που
έχει δύο «γκάζια»: Το ένα είναι οι συλλογικές συμβάσεις που χορηγούν αυξήσεις
ακολουθώντας μηχανικά τον πληθωρισμό συν κάτι παραπάνω. Το άλλο είναι οι
πρόσθετοι θεσμοθετημένοι μηχανισμοί σώρευσης αυξήσεων, δηλαδή οι λεγόμενες
«ωριμάνσεις». Τι σημαίνει συνοπτικά ωρίμανση; Σημαίνει ότι ένας εργαζόμενος,
βρέξει-χιονίσει, είναι ή δεν είναι παραγωγικός, είναι ή δεν είναι εργατικός,
έχει ή δεν έχει κέρδη η επιχείρηση, απλώς και μόνο γιατί συμπληρώθηκε ένα
συγκεκριμένο χρονικό διάστημα (ένα ή δύο χρόνια), λαμβάνει αυτόματα κατά
περιόδους ποσοστιαίες αυξήσεις επί του βασικού του μισθού, πέραν της αύξησης
που έχει ήδη λάβει στον βασικό μισθό με τη συλλογική σύμβαση.
Έτσι, σωρεύεται
ένα παράλογο εργατικό κόστος μέσω μηχανιστικών αυξήσεων που κινούνται έξω από
τα δεδομένα της παραγωγικότητας, ανεξάρτητα από την απόδοση, τις ικανότητες και
την εργατικότητα του εργαζομένου και χωρίς να λαμβάνεται ποσώς υπόψη η
οικονομική θέση της επιχείρησης. Ταυτόχρονα, με τον μηχανισμό αυτό
καλλιεργείται η συνείδηση της ήσσονος προσπάθειας, της φυγοπονίας, της
αδιαφορίας για το αποτέλεσμα και για την κερδοφορία της επιχείρησης και με τον
τρόπο αυτό διαμορφώνεται το μοντέλο του εργαζόμενου των «κεκτημένων».
Στα παραπάνω,
λοιπόν, προβλήματα θα πρέπει να περιστραφεί η συζήτηση και όχι στο στείρο
αναμάσημα του σλόγκαν της κατάργησης ή όχι του κατώτατου μισθού, που άλλωστε
αφορά πολύ μικρό ποσοστό εργαζομένων.
Ως προς το ζήτημα
της κατάργησης του 13ου και 14ου μισθού, είναι προφανές ότι πρόκειται για
εκμετάλλευση βολικού «συμβολισμού» που επίσης ξεστρατίζει τη συζήτηση από την
εξέταση των ουσιαστικών προβλημάτων. Αλλωστε, ο πρόεδρος της ΓΣΕΕ έχει ήδη
παραδεχθεί ότι οι πρόσθετοι αυτοί μισθοί θα έπρεπε προ πολλού να είχαν
καταμεριστεί στους 12 βασικούς μηνιαίους μισθούς. Το πρόβλημα της κακοδαιμονίας
μας δεν είναι ούτε ο κατώτατος μισθός ούτε και η τρόικα. Το πρόβλημα είναι ότι,
λίγες στιγμές πριν από την καταστροφή, εξακολουθούμε να μην τολμάμε να βάλουμε
το δάκτυλο επί τον τύπον των ήλων.
* Ο κ. Ιωάννης
Ληξουριώτης είναι καθηγητής Εργατικού Δικαίου στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.
Hμερομηνία :
15/1/12
Copyright:
http://www.kathimerini.gr
No comments:
Post a Comment